Το eyelands δημοσιεύει για πρώτη φορά μια ιστορία από την συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Ι. Νομικού, που θα κυκλοφορήσει μέσα στο Νοέμβριο από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα ο οποίος επέλεξε για το περιοδικό το διήγημα με τίτλο:
Το σήμα
Ο Ιάκωβος πληκτρολογούσε ασταμάτητα σε κινητό και laptop πραγματοποιώντας καθημερινά εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες κλικ προκειμένου να βρει τη γυναίκα της ζωής του. Η αναζήτηση συντρόφου μέσω εφαρμογών έμοιαζε η μόνη λύση καθώς ο κοινωνικός του περίγυρος ήταν περιορισμένος.
Οι φίλοι του ήταν λίγοι, παντρεμένοι και τον θυμούνταν μόνο σε γιορτές και γενέθλια. Τα προξενιά που του είχαν κάνει στο παρελθόν είχαν ναυαγήσει. Οι γυναίκες που του γνώριζαν δεν του ταίριαζαν. Με κάποιους φίλους του μάλιστα παρεξηγήθηκε γιατί θιγόταν από τις υποψήφιες που του πρότειναν. Κάποιοι φίλοι παρεξηγήθηκαν εκείνοι μαζί του γιατί απέρριπτε τις προτάσεις τους.
Δούλευε σε μια τεχνική εταιρεία όπου οι γυναίκες μειοψηφούσαν και οι ηλικίες τους ήταν ακατάλληλες γι’ αυτόν. Είχε περάσει από το μυαλό του πως αν ήτανε γυναίκα που έψαχνε άνδρα τα πράγματα θα ήταν σαφώς πιο εύκολα στο γραφείο. Ίσως έβρισκε αυτό που αναζητούσε στο πρόσωπο ενός συναδέλφου, ενός διανομέα καφέδων ή ενός κούριερ.
«Ανοησίες», μουρμούρισε μια από εκείνες τις ημέρες στο γραφείο που συνέλαβε τον εαυτό του να σκέπτεται με αυτό τον τρόπο. Λίγο αργότερα απέρριψε μια πρόταση συναδέλφων να βγουν το βράδυ για ποτό και χάζι γυναικών. Το είχαν ξανακάνει αρκετές φορές στο παρελθόν καταλήγοντας μεθυσμένοι, χωρίς κοπέλα δίπλα τους.
Δεν μπορούσε να πηγαίνει στα τυφλά και να χάνει το χρόνο του σε μπαράκια. Έπρεπε να βρει κάτι πιο αποτελεσματικό και στοχευμένο. Καθώς χάζευε τα mail του, παρατήρησε πως αρκετά ήταν αδιάβαστα κι είχαν κοινό αποστολέα μια εφαρμογή γνωριμιών. Δεν είχε ολοκληρώσει την εγγραφή που ξεκίνησε κάποιους μήνες πριν. Το σκεπτόταν καιρό κι εκείνη την μέρα η επιθυμία νίκησε τελικά τη δυσπιστία του.
Συμπλήρωσε το προφίλ του κι ολοκλήρωσε την εγγραφή του. Η εφαρμογή υποσχόταν σε κάθε μέλος το ιδανικό του ταίρι. Φωτογραφίες, επαγγέλματα, χόμπι, ηλικίες, σπουδές, συνήθειες και άλλα προσωπικά δεδομένα αληθινά ή ψεύτικα συνόδευαν τα προφίλ ανδρών και γυναικών που προσδοκούσαν από τον ηλεκτρονικό κόσμο ότι δεν έβρισκαν στον πραγματικό.
Ο Ιάκωβος ενθουσιάστηκε όταν έστειλε τα πρώτα μηνύματα κι έλαβε απαντήσεις. Παράτησε τις εκκρεμότητες του γραφείου και στρώθηκε στην κουβέντα. Κουνούσε ρυθμικά τα πόδια του άλλοτε από χαρά κι άλλοτε από νευρικότητα. Χάζευε προφίλ, έστελνε καρδούλες και ξεκίναγε συζητήσεις φορώντας το Online του χαμόγελο για να γίνει αρεστός. Εκείνη την ημέρα έφυγε από το γραφείο χωρίς να καταλάβει πώς πέρασε η ώρα. Έφτασε στο σπίτι του ανυπομονώντας να συνεχίσει κι εκεί το σαφάρι γνωριμιών.
Μέσα σε λίγους μήνες αρκετές γυναίκες μπήκαν για λίγο στη ζωή του, καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Η πρώτη και πιο ελκυστική αποδείχτηκε τελικά παντρεμένη. Η επόμενη ήταν τελείως διαφορετική από κοντά σε σύγκριση με τις φωτογραφίες. Ένα άλλο ραντεβού του ακυρώθηκε γιατί η υποψήφια αναγκάστηκε να μετακομίσει. Μια τέταρτη περίπτωση δείλιασε να τον δει από κοντά την τελευταία στιγμή. Φοβήθηκε μήπως χαθεί η μαγεία που είχε χτιστεί μεταξύ τους. Κάποιες γυναίκες τέλος σταματούσαν για αδιευκρίνιστους λόγους την επικοινωνία. Έτσι πέρασε τόσος καιρός κι ο Ιάκωβος παρότι είχε στο μεταξύ κατεβάσει κι άλλες εφαρμογές παρέμενε μόνος.
Συνέχισε παρόλα αυτά ακατάπαυστα την αναζήτηση. Ξέκλεβε χρόνο ακόμα κι από τον ύπνο του. Ο αρχικός ενθουσιασμός μετά το πρώτο μήνυμα ή like που έβρισκε ανταπόκριση, γινόταν μια γλυκιά ζάλη που τον παρέσερνε σε πολύωρες συζητήσεις οι οποίες σπανίως κατέληγαν σε διά ζώσης συναντήσεις που ποτέ όμως δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Ενθουσιασμοί κι απογοητεύσεις εναλλάσσονταν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα κι ακριβώς γι’αυτό άρχισαν να αποδυναμώνονται σε ισχύ. Έγιναν κι αυτά κομμάτι μιας ρουτίνας, της ρουτίνας των εφαρμογών που τον είχε συνεπάρει κλέβοντάς του πολύτιμο χρόνο χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Εγκλωβισμένος σε μια οθόνη, στο σπίτι ή στο γραφείο πληκτρολογούσε πλέον μηχανικά. Η καθημερινότητά του γέμισε από μηχανικά likes και μηνύματα, μηχανικές αγωνίες αν θα διαβαστούν τα μηνύματα, μηχανικά delete. Στη ζωή του έκαναν παρέλαση πολλές γυναίκες που γίνονταν σημαντικές μόνο για λίγο, για όσο διαρκούσε η ηλεκτρονική τους επικοινωνία μέχρι να ξενερώσουν μεταξύ τους ή κάτι άλλο να πάει στραβά και να μην ξαναμιλήσουν ποτέ. Τίποτε δεν θα άλλαζε έτσι στη ζωή του.
«Απολύτως τίποτε…» μονολογούσε ξανά και ξανά μια μέρα που μπήκε σε κάποιο βαγόνι του μετρό. Το κινητό του πάντα στο χέρι του με τα δάχτυλά του σε εγρήγορση. Το σήμα του άρχισε να χάνεται ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του συρμού από τον σταθμό. Μια όμορφη γυναίκα κοντά στην ηλικία του πλησίασε κι έκατσε στην ίδια τετράδα απέναντί του.
Ο Ιάκωβος σάστισε όταν την είδε. Μετά από πολύ καιρό βρισκόταν απέναντί του μια ελκυστική γυναίκα που του έκανε το κλικ. Ένα κλικ τελείως διαφορετικό απ’ τα χιλιάδες εκείνα που ξόδευε καθημερινά στις ηλεκτρονικές συσκευές προκειμένου να γνωρίσει μια γυναίκα που να αξίζει.
Την κοίταξε με διακριτικό ενδιαφέρον. Παρατήρησε τα μάτια της και τον τρόπο που χαμογέλασε στο μικρό παιδάκι που κάθονταν με τη μητέρα του στη διπλανή τετράδα θέσεων. Τον πρόσεξε. Κοίταξε κι εκείνη. Του έδωσε δικαίωμα να προχωρήσει. Ποιος ξέρει πόσο λίγο χρόνο είχε για να τη διεκδικήσει. Άρχισε να φαντάζεται τον υποθετικό διάλογο μεταξύ τους:
«Με λένε Ιάκωβο. Έχω δοκιμάσει τα πάντα για να βρω μια γυναίκα της προκοπής. Άραγε είσαι εσύ αυτή που ψάχνω ή πέφτω πάλι έξω;»
«Με λένε άγνωστη. Κι αυτή θα παραμείνω αν δεν μπεις στον κόπο να μου μιλήσεις. Έκατσα συνειδητά απέναντί σου. Θα μπορούσα να κάτσω στη διπλανή τετράδα κοντά στη φίλη μου και το αγοράκι της».
«Δεν είναι εύκολο να κάνω το πρώτο βήμα. Έχω ξεσυνηθίσει καιρό τώρα να γνωρίζομαι με γυναίκες αν δεν υπάρχει πρώτα ηλεκτρονική επαφή».
«Εγώ δεν είμαι ηλεκτρονική. Είμαι αληθινή. Βρίσκομαι εδώ μπροστά σου αλλά όχι για πολύ. Σε λίγο κατεβαίνω. Αλήθεια γιατί τρέμει το χέρι σου πάνω στο κινητό σου;»
«Από συνήθεια. Δε σταματάω να πληκτρολογώ μήπως κι αλλάξει κάτι στη ζωή μου».
«Ακόμα κι εδώ πληκτρολογείς;»
«Τι θες να πεις;»
«Δεν πιάνει εδώ Ιάκωβε. Δεν έχει σχεδόν καθόλου σήμα. Όσο πάει και χάνεται. Και σε λίγο θα χαθώ κι εγώ αν δεν ανταποκριθείς εσύ στο δικό μου σήμα. Πριν από λίγο σε κοίταξα. Θα κάνεις κάτι γι’ αυτό;»
Η γυναίκα σηκώθηκε ρίχνοντάς του ακόμα μια ματιά, πιο έντονη αυτή τη φορά. Κατευθύνθηκε προς τις πόρτες. Το σήμα στο κινητό του Ιάκωβου επανήλθε προσωρινά κάτι που το έκανε να δονηθεί από το μήνυμα μιας άγνωστης γυναίκας. Ο Ιάκωβος κοίταξε βιαστικά την οθόνη. Στο μυαλό του έγινε μια αστραπιαία σύγκριση. Η μία γυναίκα μέσα σε μια συσκευή. Η άλλη λίγα μέτρα παραδίπλα. Αποφάσισε να ακολουθήσει τη γυναίκα του βαγονιού. Βγήκαν από τον συρμό και φρόντισε να μη τη χάσει από τα μάτια του. Βρήκε το θάρρος να της πιάσει την κουβέντα με μια φράση κλισέ που είχε καιρό να πει κι όμως την είπε έστω και διστακτικά:
«Με λένε Ιάκωβο. Θα ήθελες να γνωριστούμε;»
Το σήμα της είχε εκπέμψει απευθείας στην καρδιά του, ατόφιο, χωρίς διακοπές. Κι ο Ιάκωβος κατάφερε να το αφουγκραστεί, να το ερμηνεύσει και να συντονιστεί μαζί του παρά τις παρεμβολές που δέχονταν από το κινητό του. Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η συνέχεια της ιστορίας τους. Ο Ιάκωβος δεν τη μοιράστηκε ποτέ. Αυτό που τον ενδιέφερε να διαδώσει στους λιγοστούς φίλους του είναι εκείνες οι στιγμές μαζί της κάτω απ’ τη γη. Εκεί που τα σήματα του ηλεκτρονικού κόσμου δε μπορούν πάντα να επιβιώσουν και το μόνο σταθερά ζωντανό είναι εκείνο της ανθρώπινης επαφής.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Γεννήθηκα στην Αθήνα πριν τέσσερις δεκαετίες (και κάτι παραπάνω). Σπούδασα Οικονομικά, Συμβουλευτική και Δημιουργική Γραφή. Η τελευταία μπήκε στη ζωή μου εδώ και λίγα χρόνια και δε με αφήνει σε ησυχία. Έχω λάβει μέρος (με επιτυχία κάποιες φορές) σε διαγωνισμούς ποίησης και διηγήματος. Ορισμένες μου δουλειές έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις. Οι ιστορίες του συρμού είναι το πρώτο μου ατομικό βιβλίο (δηλώνω περήφανος πατέρας). Εργάζομαι ως ιδιωτικός υπάλληλος σε εξυπηρέτηση πελατών και τα σχέδιά μου δε σταματάνε ποτέ…