Το eyelands δημοσιεύει όλο το καλοκαίρι κείμενα από τους συγγραφείς των εκδόσεων Παράξενες Μέρες που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ της Άμμου.
Ένα κείμενο κάθε Τετάρτη, δύο κείμενα από κάθε συγγραφέα, ένα καλοκαίρι με τους συγγραφείς της Άμμο.
Απόστολος Λαγαρίας, Γεωργία Μαμά, Αντριάνα Μίνου και Αντώνης Τσιρικούδης θα είναι μαζί μας στο Φεστιβάλ της Άμμου για να μιλήσουν τα βιβλία τους αλλά και να συμμετέχουν σε ένα πρωτότυπο workshop επιλέγουν δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα και τα προσφέρουν στο «νησί».
Ο πρώτος κύκλος ολοκληρώθηκε ήδη με τα τέσσερα κείμενα. Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο της Αντριάνας Μίνου που φιλοξενούμε. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το «Ονειρωρυχείο» το νέο της βιβλίο που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις Παράξενες Μέρες. Το εξώφυλλο -θα είναι -όπως και στα Παιδικά νουάρ, το πρώτο της βιβλίο, ένας πίνακας της Αντριάνας Μίνου – που δημοσιεύουμε για πρώτη φορά.
Γυναίκα δεμένη σε τροχό
Με πόση τρυφερότητα μου πετάει τα μαχαίρια. Σα μικρά δολώματα που οφείλω να μην τσιμπήσω. Έτσι παίζουμε το παιχνίδι της αγάπης. Εγώ δεμένη στον περιστρεφόμενο τροχό κι αυτός μου πετάει μαχαίρια. Κάθε φορά δε με πετυχαίνει. Και κάθε φορά που δε με πετυχαίνει, το πλήθος παραληρεί. Το πλήθος πάντα τρελαινόταν για ερωτευμένα ζευγαράκια. Ο κονφερανσιέ ανακοινώνει το νούμερό μας, εγώ κάτι σαν ντάμα κούπα κι αυτός κάτι σαν βαλές σπαθί πολύ όμορφος, από αυτούς που έχουν δυο προφίλ, ένα ίσιο κι ένα ανάποδο. Ύστερα δένομαι στον τροχό οικειοθελώς, έρχεται κοντά μου και σφίγγει τα σχοινιά κοιτάζοντάς με μόνο μ’ένα μάτι. Το στόμα του είναι σκληρό για να μοιάζει με το ατσάλι των μαχαιριών, είναι θέμα αισθητικής, καθώς επίσης και για να κορυφώσει το σασπένς. Το κοινό κοιτάζει μία το στόμα του, μία το ατσάλι, μία τη χάρτινη καρδιά που έχω καρφιτσωμένη στο στήθος μου, κι όλοι μασάνε τα νύχια τους και τα φτύνουν στα μαλλιά του μπροστινού. Αυτοί που κάθονται στην πρώτη σειρά πληρώνουν κάτι παραπάνω και τα φαγωμένα νύχια τους συλλέγονται ως σουβενίρ της αγωνίας τους από τις καθαρίστριες.
Δεν έχω μετρήσει ποτέ πόσα μαχαίρια μου έχει πετάξει. Γιατί κάθε ένα από αυτά είναι τόσο σημαντικό που θα ήταν βλασφημία να τα τσουβαλιάσω όλα μαζί λες και τα πετάω σε κοινό τάφο για άπορους. Οι αριθμοί δεν τα χωράνε κι αυτά δε χωράνε στους αριθμούς. Κάθε ένα είναι ένα μνημείο του έρωτά μας. Γιατί υπάρχει μια λεπτομέρεια σε όλο αυτό το παιχνίδι. Από την αρχή, από το πρώτο καχεκτικό μαχαιράκι που μου πέταξε για πρώτη φορά στην πρώτη μας παράσταση, ξέρω πως ο μόνος λόγος για τον οποίο δε θα με πετύχει ποτέ, είναι ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου. Μπορεί να ακούγεται μεταφυσικό αλλά είναι τελικά απολύτως λογικό αν κάτσει και το σκεφτεί κανείς. Θα ήταν τόσο εύκολο να με πετύχει. Το να με πετύχει είναι το εύκολο της υπόθεσης. Κι όμως δεν κάνει καμία προσπάθεια, δεν κάναμε ποτέ μας πρόβα, δεν υπάρχει κανενός είδους ταχυδακτυλουργικό τρικ στο νούμερο και βεβαίως είναι επιστημονικά ανεξήγητο που δε με πετυχαίνει έτσι όπως τα πετάει πάντα γυρνώντας προφίλ, σημαδεύοντάς με με το ένα μάτι. Αν κάτσει κανείς να το σκεφτεί λοιπόν, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τυχερή δεν μπορώ να πω ότι υπήρξα ποτέ και ο αστρολογικός μου χάρτης δείχνει μάλλον το αντίθετο, με τόσες δύσκολες γωνίες ανάμεσα στη Σελήνη και τον Κρόνο και την Αφροδίτη, για να μην αναφερθώ στον προστάτη των πληγωμένων, το Χείρωνα.
Έτσι κυλά λοιπόν κάθε βραδιά, μ’εμένα δεμένη στον περιστρεφόμενο τροχό και τα μαχαίρια του να εκσφενδονίζονται κατά πάνω μου. Ύστερα κοιμόμαστε μαζί και ξυπνάμε μαζί κι όλη μέρα περιγράφουμε ο ένας στον άλλο τα όνειρα που είδαμε την προηγούμενη νύχτα. Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ για τίποτα άλλο, δεν έχουμε καν συστηθεί. Δεν προλάβαμε ποτέ να συστηθούμε, ήταν τόσο σημαντικά και προσωπικά και απόκρυφα όλα αυτά που πρωτοείπαμε ο ένας στον άλλο, που τα ονόματα θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου μέσα σε έναν τόσο ενδιαφέροντα διάλογο. Από την πρώτη στιγμή, εγώ, ένας άνθρωπος από τη φύση μου αυστηρός και καχύποπτος, απλώς παραδόθηκα, σαν να μην είχα άλλη επιλογή εκτός από την πίστη σε έναν άγνωστο, στις καλές του προθέσεις, ακόμα και στην ικανότητά του να μου λέει πάντα την αλήθεια, λες και η αλήθεια είναι κάτι που μπορεί κανείς απλώς να επιλέξει, κι όχι ένας χαμαιλέοντας που κάθε φορά ταιριάζει με το άθροισμα της άγνοιάς μας.
Απόψε όμως είναι αλλιώς. Από τη στιγμή που με έδεσε στον τροχό νιώθω πάλι αυτόν τον μικρό αχινό που ζούσε πάντα στην καρδιά μου, ο οποίος τη μέρα που γνωριστήκαμε συρρικνώθηκε σε ένα αξιολύπητο αγκαθάκι. Τον νιώθω να μεγαλώνει και να τσιμπάει ξανά τα τοιχώματα αυτού του παράδοξου μυ που πάντοτε απορούσα από πού να παίρνει άραγε αυτές τις τεράστιες ποσότητες κεκτημένης ταχύτητας. Από την ώρα που άρχισαν να καταφθάνουν οι θεατές, πασχίζω να καταλάβω τι να σημαίνει αυτή η επιστροφή ενός τόσο άβολου κομματιού του πριν μου μέσα στο τώρα μου. Και τη στιγμή που το πρώτο μαχαίρι καρφώθηκε ξυστά δίπλα στο γοφό μου, θυμήθηκα. Σήμερα το πρωί, ως συνήθως άρχισα να του διηγούμαι το όνειρό μου.
Είμαστε ξαπλωμένοι στο δωμάτιό μας κι εγώ ξυπνάω υπερβολικά νωρίς το πρωί γιατί ακούω παράξενους ήχους από την κουζίνα. Τον αγγίζω ελαφρά για να βεβαιωθώ πως είναι αυτός και πως κοιμάται εκεί δίπλα μου, στην ίδια θέση που κοιμάται κάθε βράδυ. Τρεκλίζοντας από τη νύστα, διασχίζω το διάδρομο και μπαίνω στην κουζίνα. Εκεί τον βλέπω, πολύ όμορφο, ως συνήθως. Είναι όρθιος πάνω από μια τεράστια κατσαρόλα που αχνίζει και καθώς αρχίζω να ξενυστάζω καταλαβαίνω πως κάτι δεν πάει καλά. Έχει στραμμένο προς τη μεριά μου το προφίλ που έχει πάντα από την πλευρά των θεατών την ώρα της παράστασης. Όμως δε δίνω σημασία, αν και μια λεπτή γραμμούλα σάλιου που στάζει από τη γωνία των χειλιών του με κάνει να ανατριχιάζω λιγάκι.
-Τι μαγειρεύεις;
-Σήμερα θα φάμε σούπα
Πλησιάζω προς την κατσαρόλα κι αυτός χαμογελώντας αγκαθωτά με αφήνει να κοιτάξω με την ησυχία μου.
-Σήμερα θα φάμε εσένα
Και μέσα στο κιτρινωπό ζουμί, βλέπω να επιπλέουν το κεφάλι μου, το χέρι μου, η πατούσα μου, το γόνατό μου, μερικά δάχτυλα κι άλλα κομμάτια μου που δεν μπόρεσα να καταλάβω σε ποιό ακριβώς σημείο του σώματός μου ανήκαν.
Αυτός άκουσε την αφήγησή μου σιωπηλός, ως συνήθως, ρούφηξε λίγο απ’τον καφέ του, ως συνήθως και με κοίταξε με το ως-συνήθως βλέμμα του.
-Εσύ;, τον ρώτησα, ως συνήθως.
-Εγώ δεν είδα όνειρα απόψε.
Εκεί ξεκίνησαν όλα. Από τη σιωπή του. Ή την άρνησή του. Από εκείνη τη στιγμή αναρωτιέμαι, πώς ξεχωρίζεις τη σιωπή απ’την άρνηση. Το επόμενο μαχαίρι ακουμπά μια τρίχα απ’τα μαλλιά μου και το πλήθος αναφωνεί ένα ομαδικό «ω!» από αυτά που εξαπλώνονται σε ολόκληρη την αίθουσα με την ταχύτητα ωστικού κύματος βόμβας υδρογόνου. Ο τροχός συνεχίζει να γυρίζει, ως συνήθως, κι εγώ τον βλέπω μια όρθιο, μια ανάποδο, και διακρίνω ένα τρέμουλο στο στόμα του, όχι στο σκληρό του στόμα, αυτό που δείχνει στους θεατές για να τους ιντριγκάρει, στο στόμα το βαμβακερό, αυτό που δείχνει μόνο σ’εμένα. Και μια λεπτή γραμμούλα σάλιου να στάζει απ’τη γωνία των χειλιών του. Με πόση τρυφερότητα μου πετάει τα μαχαίρια, τα δολώματα που οφείλω να μην τσιμπήσω. Οφείλω να μην τσιμπήσω, οφείλω να πιστεύω, οφείλω να μην αναρωτιέμαι, να εμπιστεύομαι, να παραδίνομαι, να είμαι ήσυχη χωρίς αχινούς να μου τσιμπάνε την καρδιά, οφείλω να συνεχίσω να πιστεύω όσο γίνεται πιο αυθαίρετα ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου, γιατί αυτός είναι ο μόνος λόγος που δε με πετυχαίνουν τα μαχαίρια, το ξέρω αυτό, αυτό είναι το μόνο που ξέρω, κι όμως ξαφνικά το βρίσκω τόσο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να κάνω πως δεν ξέρω ότι το ίδιο αυθαίρετα θα μπορούσα απλώς να πάψω να το πιστεύω.
Όλος αυτός ο συλλογισμός, που από όπου και να τον πιάσεις βγαίνει είτε απολύτως άτοπος είτε απολύτως σωστός, αρχίζει πια να μου φαίνεται σαν κακογραμμένο άρλεκιν με τίτλο πιασάρικο και μελοδραματικό, του τύπου, «Έρωτας: ζήτημα ζωής και θανάτου» και τώρα για πρώτη φορά το δέρμα σκίζεται λίγο πάνω απ’τον αγκώνα, από τη μέσα μεριά, εκεί που είναι τρυφερό σα μωρουδίστικο ίσως επειδή δεν το βλέπει και πολύ ο ήλιος, το φεγγάρι, ο Κρόνος, η Αφροδίτη και ο Χείρωνας. Μια γρατζουνιά είναι, δεν είναι δα τόσο σημαντικό, ίσα που με άγγιξε ξυστά το μαχαιράκι, οφείλει να μην είναι σημαντικό, αλλά ακόμα κι αν είναι τέλος πάντων η πιο ακράδαντη απόδειξη ότι κακώς παραδινόμουν τόσον καιρό σε αυτήν την πίστη ότι ήταν ερωτευμένος, ακόμα κι αν έκανα λάθος, ακόμα κι αν πιάστηκα κορόιδο απ’τον ίδιο μου τον εαυτό, οφείλω να συνεχίσω γύρω γύρω γύρω γύρω να συνεχίσω να πιστεύω πως αυτός ο ίσιος αυτός ο ανάποδος αυτός που αποκαλούσα αγαπημένο τόσο αυθαίρετα ήταν και είναι και θα είναι ερωτευμένος μαζί μου, ακριβώς όπως μια μισότρελη γιαγιά επιμένει να πιστεύει ότι ο εκάστοτε ίσιος ανάποδος αγαπημένος θεός της είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της που θα φροντίσει να της εξασφαλίσει μια γαμήλια σουίτα στον άλλο κόσμο, έτσι ώστε να μπορέσουν επιτέλους να ζήσουν τον έρωτά τους έστω και μετά το θάνατό της.
Το πλήθος συνεχίζει να παραληρεί. Η μικρή γρατζουνιά πάνω απ’τον αγκώνα μου τους έχει ανάψει τα αίματα, ίσως γι’αυτό να το έκανε, επίτηδες για να τους ενθουσιάσει, λίγο αίμα για ν’ανάψουν τα αίματα, δεν μπορεί να είχε πρόθεση να με βλάψει, αποκλείεται, είναι ακόμα ο ίδιος άλλωστε, ο ίδιος που όσο πιστεύω πως είναι ερωτευμένος μαζί μου τα μαχαίρια του δε θα με πετυχαίνουν ή θα πετάει τα μαχαίρια με τρυφερότητα ή τα μαχαίρια του θα είναι τα δολώματα που οφείλω να μην τσιμπήσω μα τώρα ξέρω πως είν’όλα διπλά γιατί είδα τα δυο προφίλ της σιωπής του κατάφαση άρνηση γύρω γύρω μ’αγαπά δε μ’αγαπά σ’αγαπώ δε σ’αγαπώ τόσοι λόγοι να πιστέψω άλλωστε κανένα μαχαίρι δε με πέτυχε ακόμα όμως είναι δύσκολο τόσο δύσκολο σε κάθε περιστροφή του τροχού σε κάθε μαχαίρι που παρά τρίχα δε με πετυχαίνει δυσκολεύομαι δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να συνεχίσω να πιστεύω αυθαίρετα αγαπημένε μ’αγαπάς δε μ’αγαπάς αυθαίρετα ξενέρωτα τυφλά βαρετά με τα σάλια να τρέχουν με τα δολώματα που οφείλω να μην τσιμπήσω με τις καταφατικές σιωπές δυσκολεύομαι να πιστέψω δυσκολεύομαι να συνεχίσω να πιστεύω αδιάκοπα ο μικρός αχινός όλο και μεγαλώνει σπρώχνει τα τοιχώματα της καρδιάς από μέσα κι ύστερα κι άλλο κι άλλο ξεχείλισε έξω απ’το στήθος μου τώρα τσιμπάει τη χάρτινη καρδιά που είναι εκεί καρφιτσωμένη κι ακόμα κι αυτή η καρδιά από χαρτί νιώθει με τόση διαύγεια να την τρυπάει το μαύρο αγκάθι τώρα δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο εκτός από τους αριθμούς τώρα για πρώτη φορά αρχίζω να μετρώ τα μαχαίρια. Μα εκείνο που φοβάμαι περισσότερο είναι η στιγμή που θ’αρχίσω να μετρώ τα μαχαίρια αντίστροφα.
2 –
1 –
0
Με πόση τρυφερότητα μου πετάει τα μαχαίρια. Σα μικρά δολώματα που οφείλω να μην τσιμπήσω. Έτσι παίζεται το παιχνίδι της αγάπης.