Λυδία Δερέκη – Γίνου Γλάρος

Κι αφού η ζωή είναι μια θάλασσα…

…κρατώ το κύμα στα χέρια μου.  Εκείνο, δροσίζει στιγμιαία τις χούφτες μου, ξεγλιστρά και χάνεται στην απεραντοσύνη της.

Πώς κλείνεις για πάντα στις χούφτες σου τη θάλασσα;

…κρατώ την άμμο στα χέρια μου. Εκείνη, ζεσταίνει λίγο τις παλάμες μου κι ύστερα μουδιάζει τα δάχτυλα, που την απελευθερώνουν να σκορπιστεί στη θάλασσα.

Πώς κρατάς για πάντα την άμμο στα χέρια σου;

…κρατώ πολύχρωμα κοχύλια. Τα δένω με κλωστή και τα φορώ στο λαιμό. Μα, τα κοχύλια είναι εύθραυστα.

Πώς διατηρείς για πάντα τα κοχύλια, δίχως να θρυμματιστούν;

 …κρατώ γυαλιστερά βότσαλα. Τα εκτοξεύω στη θάλασσα, να κρυφτούν στο βυθό της.  Μα, όσο κι αν κρυφτούν παραμένουν εκεί για να θυμίζουν πράξεις άλογες. Βότσαλα-βαρίδια, σε χέρια αδύναμα, που όσο πληθαίνουν τόσο το βάρος τους γίνεται αβάσταχτο.

Πώς βαστάς για πάντα τα βότσαλα, δίχως να πονάς;

…πατώ πάνω σε φύκια. Εκείνα, κολλάνε ενοχλητικά πάνω μου, στιγματίζοντας κάθε μου βήμα.

Πώς ν’ αποφύγεις τα φύκια;

…κοιτώ το βράχο. Μισοβυθισμένος στην άμμο, βρέχεται απ’ το κύμα. Τριγύρω κοχύλια, βότσαλα και φύκια. Εκείνος, αγέρωχος, ακλόνητος, υπομένει τα πάντα. Τον  ξεχωρίζεις από μακριά. Στέκει ασάλευτος, σαν σε καρτέρι.

Πώς να ξεφύγεις απ’ τον βράχο;

…κοιτώ τον γλάρο. Ολόλευκος, στέκεται για λίγο πάνω στο κύμα. Βγαίνει και σουλατσάρει στην αμμουδιά, παίζει με τα κοχύλια, σκοντάφτει σε βότσαλα, μπλέκεται στα φύκια. Ανεβαίνει στην κορυφή του βράχου. Κοίτα γύρω του, ξεδιπλώνει τις φτερούγες του και με μιας πετά ελεύθερος στον ουρανό.

Γίνου γλάρος!

Ακροπατούσα στην άμμο, συντροφιά με το γλάρο. Το κύμα, δρόσιζε το βήμα μου. Τα κοχύλια, στραφτάλιζαν στην ακροθαλασσιά. Φύκια, κολλούσαν στα πληγωμένα, απ’ τα βότσαλα, πόδια μου. Βότσαλα, που όσο προσπαθούσα ν ‘αποφύγω τόσο έπεφτα ασύνειδα πάνω τους. Τον ακολούθησα ως την κορυφή του βράχου. Κοίταξα γύρω μου και συλλογίστηκα:  

Πώς να κρατήσεις τις στιγμές, που -σαν κύμα-  έρχονται, προσπερνούν  και  χάνονται στην απεραντοσύνη του χρόνου;

Πώς να κρατήσεις τις μνήμες, που -σαν την άμμο- σου μουδιάζουν για λίγο το μυαλό κι έπειτα φυλακίζονται στου νου το χρονοντούλαπο;

Πώς ν’ αναστήσεις πολύχρωμα όνειρα, που –σαν κοχύλια- ο χρόνος τα συνθλίβει και τα ξεθωριάζει;

Πώς ν’ αποφύγεις τα λάθη, που κολλάνε -σαν φύκια- πάνω σου και γίνονται ένα με σένα;

Πως να μη σκοντάψεις πάνω σε ψέματα που πασχίζεις να θάψεις μέσα σου -όπως τα βότσαλα στο βυθό- που μήτε ο χρόνος (μήτε η θάλασσα) μπορεί να σβήσει. Ψυχής βαρίδια από πράξεις άλογες.

Στάθηκα απέναντι από το βράχο. Αφαίρεσα τα ρούχα μου και σκαρφάλωσα στην κορυφή του. Στάθηκα για λίγο ασάλευτη και γυμνή, όπως κάθε ακλόνητη αλήθεια σε τούτο τον κόσμο. Έπειτα, άνοιξα τα χέρια μου, πήρα φόρα, αιωρήθηκα ελεύθερη -όπως ο γλάρος- στον αέρα και βούτηξα στη θάλασσα. 

Τί θα ‘ταν η θάλασσα, δίχως τα βράχια της;

Και τί ο γλάρος, δίχως φτερά;

«Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!»

Σαρλ Μπωντλαίρ

ΛΥΔΙΑ ΔΕΡΕΚΗ

Γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα στον Πειραιά, ώσπου ο φτερωτός θεός έκανε την εμφάνισή του για να με ταξιδέψει -μόνιμα πια- στο όμορφο νησί της Λευκάδας. Η ενασχόλησή μου με τη γραφή ξεκίνησε το 2008, όπου η παρθενική μου συμμετοχή στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστήμης Κερατσινίου απέσπασε το 1ο Βραβείο Διηγήματος με το έργο «Το πορτραίτο». Σήμερα, έχω τη χαρά και την τιμή κάποια από τα κείμενά μου να φιλοξενούνται  σε πολλές συλλογές διηγημάτων

^^ Η Λυδία Δερέκη συμμετέχει στην ομάδα 32 μολύβια που δημιουργήθηκε μέσα από την περυσινή συλλογή βραβευμένων έργων «Δέκα χρόνια παράξενες μέρες». Τα 32 μολύβια παρουσιάζουν φέτος την πρώτη τους συλλογή με τίτλο «Παράξενος Κόσμος»