-Πάτησε τον διακόπτη…
-Ουάου… Eίναι τέλειο μαμά…
Το χριστουγεννιάτικο έλατο φωτίστηκε απ’ άκρου εις άκρον. Δέσποζε τώρα εκθαμβωτικό στο ολοστόλιστο σπίτι τους, πλάι στην είσοδο, με τα χρυσοποίκιλτα στολίδια του να κοσμούν τα αγέρωχα καταπράσινα κλαδιά του. Οι γιορτές ήταν προ των πυλών και η μικρή Ειρήνη μόλις είχε ολοκληρώσει με τη μητέρα της το στολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
-Και του χρόνου να είμαστε καλά, είπε η μητέρα καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά της.
Η Ειρήνη, ξεγλιστρώντας απ’ τα χέρια της, τριγυρνούσε αργά με μάτια ορθάνοιχτα -γεμάτα θαυμασμό- γύρω από το έλατο. Γρήγορα η ματιά της έπεσε στο παράταιρο στολίδι.
-Όχου βρε μαμά. Πάλι έβαλες αυτή τη βλακεία… είπε καθώς ξεκρεμούσε απ’ το κλαδί ένα κατακόκκινο πολυκαιρισμένο γυάλινο ρόδι.
-Άφησέ το εκεί που ήταν, τι σε πειράζει; Στολίδι είναι κι αυτό.
-Μια βλακεία στολίδι είναι! Δες, όλα τα στολίδια μας είναι άσπρα και χρυσά. Όλα είναι καινούρια. Αυτό είναι μια κόκκινη παλιατζούρα! Μας χαλάει το δέντρο.
-Δωσ’ το μου σε παρακαλώ. Αυτό το στολίδι, η παλιατζούρα όπως λες, ήταν δώρο από τη γιαγιά σου και θέλω να στολίζει το δέντρο μας… είπε καθώς το έπαιρνε απ’ τα χέρια της για να το επαναφέρει στο κλαδί.
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε που έχασε τη μητέρα της. Αυτό το κόκκινο ρόδι έμελε να είναι το τελευταίο δώρο που πήρε από εκείνη, λίγους μήνες πριν πεθάνει. Οι τελευταίες τους γιορτές…
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η γιαγιά ετοίμαζε την πιατέλα με τα μοσχομυριστά μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες που είχε φτιάξει για να προσφέρει στην κόρη της. Καθώς τοποθετούσε τα γλυκά με προσοχή, αναθεμάτιζε όλο παράπονο την τύχη της, που η σύνταξη του άντρα της δεν έφτανε ποτέ για να αγοράσει ένα όμορφο δώρο στην κόρη της. Προτού τα σκεπάσει με την προστατευτική μεμβράνη, πλησίασε το μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι της και ξεκρέμασε ένα γυάλινο κόκκινο ρόδι. Κάθισε λίγη ώρα σκεπτική στο τραπέζι της, κατόπιν πήρε μια χαρτοπετσέτα κι έσκισε ένα μικρό κομμάτι. Πήρε το μολύβι κι έγραψε αργά, σχεδόν με δυσκολία, μερικές λέξεις. Άνοιξε το πώμα του ροδιού κι αφού τύλιξε το μικρό απόκομμα σε ρολό, το τοποθέτησε στο εσωτερικό του. Σφράγισε ξανά το ρόδι, εναποθέτοντάς το ευλαβικά στο κέντρο της πιατέλας. Έκτοτε, αυτό το γυάλινο ρόδι κοσμούσε κάθε χρόνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο της κόρης της. Ήταν μία απ’ αυτές τις χιλιάδες μικρές πράξεις της μητέρας της που μαρτυρούσαν την αγάπη της, μιας και η ίδια δεν κατάφερε ποτέ να εκφράσει με διαφορετικό τρόπο τα συναισθήματά της.
Η παραμονή Πρωτοχρονιάς στο σπίτι της μικρής Ειρήνης κατέφθασε εν μέσω πυρετωδών προετοιμασιών για την επικείμενη αλλαγή του χρόνου. Το ρολόι έδειχνε λίγο μετά της εννιά το βράδυ. Ο πρώτος ήχος από το κουδούνι ήχησε συριστικός. Η οικοδέσποινα έτρεξε να υποδεχτεί τους προσκεκλημένους που κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλον ολόχαροι, βροντώδεις, με τα δώρα ανά χείρας.
Το γυάλινο ρόδι στεκόταν αθέατο στην πίσω όψη του δέντρου, πασχίζοντας να διακρίνει τους μουσαφίρηδες που περιδιάβαιναν στο σπίτι. Άκουγε τους διαλόγους, τις μουσικές, τα χάχανα, όμως δεν μπορούσε να δει τίποτε άλλο πέρα απ’ τα καλογυαλισμένα παπούτσια των παρευρισκομένων. Έπλαθε με τη φαντασία του τα πρόσωπα και τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο χώρο, καθώς κρυφάκουγε τα καυχησιάρικα στολίδια της πρόσοψης να σχολιάζουν αδιαλείπτως τα τεκταινόμενα. Ένιωθε απέραντη μοναξιά. Κανείς δεν του έδινε σημασία.
Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, η οικοδέσποινα δρασκέλιζε με γρηγοράδα πέρα δώθε, ώστε να προλάβει να τοποθετήσει όλα τα καλούδια της στο γιορτινό τραπέζι. Ένας άτολμος, σχεδόν ξεψυχισμένος ήχος από το κουδούνι, την ώθησε εσπευσμένα στην εξώπορτα, σείοντας στο πέρασμά της σύγκορμο το χριστουγεννιάτικο έλατο. Ταλαντεύτηκαν όλα τα στολίδια. Το ρόδι έπεσε από το κλαδί, κατρακύλησε πάνω στο χαλί, ώσπου κατέληξε στο μαρμάρινο δάπεδο μπροστά στα γοβάκια της. Άπαξ και το αντιλήφθηκε, το άρπαξε βιαστικά και το κρέμασε όπως – όπως στην πρόσοψη του δέντρου. Τα ‘χάσε το ρόδι! Πρώτη φορά έστεκε σε τόσο περίοπτη θέση, κάτω από το εξέχον άστρο. Όλα έμοιαζαν τώρα τόσο διαφορετικά…
-Ήρθες επιτέλους μπαμπά, άργησες… είπε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.
-Δεν έβρισκα ταξί, χαμός γίνεται. Που είναι η μικρή;
– Εδώ είμαι παππούουου, είπε κι έτρεξε στην αγκαλιά του.
– Αυτό είναι για σένα, είπε προτάσσοντας με το γέρικο χέρι του την τσάντα που κρατούσε.
Η Ειρήνη άρπαξε την τσάντα και την άνοιξε αστραπιαία με όλη της τη δύναμη. Μόλις αντίκρισε καραμέλες και σοκολάτες απογοητεύτηκε.
-Πάλι δεν μου έφερες κανένα παιχνίδι παππού… είπε γεμάτη παράπονο.
-Ειρήνη, τι πράγματα είναι αυτά; Πες ευχαριστώ στον παππού και μη σε ξανακούσω να μιλάς έτσι.
-Μην τη μαλώνεις μέρα που είναι. Δίκιο έχει… παιδί είναι, ψέλλισε αποκαρδιωμένος.
-Παιδί είναι, αλλά οφείλει να σέβεται. Ακούς εκεί… Μια φορά μιλάω Ειρήνη, περιμένω…
-Ευχαριστώ παππού, είπε με σκυμμένο κεφάλι κι έτρεξε πίσω στην παρέα της.
Σε λίγη ώρα ο φωτισμός χαμήλωσε. Το ποδοβολητό του πλήθους που συγκεντρώνονταν στην τραπεζαρία συνόδευε τις συγχρονισμένες φωνές, που μετρούσαν αντίστροφα στη διαπασών «3-2-1…ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ». Επικράτησε στιγμιαίο πανδαιμόνιο εωσότου επανήλθαν με λαμπρότητα οι φωταψίες. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές και δώρα ανταλλάσσονταν, τώρα, σκορπώντας σε όλους χαμόγελα.
Το ρόδι παρατηρούσε αδιάκοπα, με θαυμασμό και έκπληξη τα καθέκαστα. Στο επίκεντρο τώρα βρισκόταν η βασιλόπιτα, με την οικοδέσποινα να μοιράζει μεγαλοπρέπως τα κομμάτια της. Ο παιχνιδιάρικος και επίμονος ήχος του κουδουνιού διέκοψε το τελετουργικό της.
-Καλή χρονιά αδερφούλαααα, είπε ο νεαρός άνδρας όταν την αντίκρισε στην πόρτα.
«Καλή Χρονιάαα με το δεξί, με το δεξί…» φώναξε η ομήγυρης.
Πρόταξε περιχαρής το δεξί του πόδι καθώς διέσχιζε το κατώφλι. Στο χέρι του κρατούσε ένα κατακόκκινο φρουτένιο ρόδι, όπου σύγκαιρα με ηράκλεια δύναμη το συνέτριψε, ως άλλος θριαμβευτής, στο μαρμάρινο δάπεδο. Ευθύς, το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα αναφωνώντας πως η χρονιά θα είναι γούρικη και προσοδοφόρα.
Το ρόδι που κρεμόταν στο έλατο τούς παρακολουθούσε εμβρόντητο. Στο άκουσμα του γδούπου γραπώθηκε με τρόμο στο κλαδί του. Πάγωσε στη θέα του κατακερματισμένου ροδιού, καθώς οι πορφυροί χυμοί του κυλούσαν αιμορραγικά στο πάτωμα.
Ύστερα οι καλεσμένοι θα συγκεντρώνονταν γύρω από την πράσινη τσόχα της τραπεζαρίας για το καθιερωμένο τους παιχνίδι. Την τράπουλα. Και να τα πειράγματα και να τα χρήματα -που αυξάνονταν ολοένα- ν’ αλλάζουν χέρια, μετατρέποντας τα καλαμπούρια τους σε εριστικές λογομαχίες. Τα παιδία, λίγο πιο πέρα, περιεργάζονταν με λαχτάρα τα καινούρια τους παιχνίδια. Εντούτοις, δεν άργησαν κι εκείνα με τη σειρά τους να ενδώσουν στις μεταξύ τους διαμάχες και ζαβολιές. Η εορταστική ατμόσφαιρα θαρρείς και είχε δώσει τη θέση της σε ένα ακατάληπτο πεδίο μάχης με στόχο την υπεροχή.
Ο παππούς καθόταν σε μια γωνία μακριά απ’ όλους. Παρατηρητής, σιωπηλός, μοναχικός, σχεδόν παραγκωνισμένος. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Διαβλέποντας πως η βραδιά εξελισσόταν σε φιάσκο, πλησίασε πρώτα τα παιδία.
-Γιατί μαλώνετε Ειρήνη μου;
-Άσε μας βρε παππού, βαρεθήκαμε…
-Με τόσα παιχνίδια και βαρεθήκατε;
Άρχισε απογοητευμένη να του περιγράφει ένα προς ένα όλα τα παιχνίδια καταλήγοντας: «…όποιος και να βγει νικητής, δεν κερδίζει τίποτα. Απλά λέμε ότι είναι νικητής… Πόσο βλακεία!»
-Και γιατί δεν βάζετε εσείς ένα έπαθλο για το νικητή;
-Tι έπαθλο;
-Ξέρω ‘γω… Να, τις καραμέλες που σου έφερα ας πούμε.
-Ναιιιιιι, δεν το σκέφτηκα! Παιδιάααα ακούστεεεε… Θα έχουμε και δώρο για το νικητή ελάτεεεεε… είπε κι έτρεξε να φέρει την τσάντα με τα ζαχαρωτά.
Χαμογέλασε ικανοποιημένος καθώς πλησίαζε το βωμό της πράσινης τσόχας. Το ποτό έρεε άφθονο και οι φιλονικίες παρεισέφρεαν ολοένα στις κουβέντες των παικτών, μιας και οι περισσότεροι έχαναν στο ποντάρισμα όλα τους τα χρήματα. Σε λίγο, ο επιτήδειος νικητής θα συγκέντρωνε την πλουσιοπάροχη λεία του, αποχωρώντας από το σπίτι. Η φιλαυτία του, άφησε άκεφη, προβληματισμένη και σιωπηρή τη συντροφιά τους. Τότε ο παππούς κάθισε στην παρέα τους. Δίχως να του το ζητήσουν, ξεκίνησε να τους διηγείται ιστορίες από το παρελθόν. Ιστορίες Χριστουγεννιάτικες. Όταν τα υλικά αγαθά δεν είχαν καμία θέση στη ζωή τους. Όταν το μόνο που βασίλευε στα σπίτια ήταν η αγάπη, το ενδιαφέρον, το μοίρασμα, ο σεβασμός και τα χωρατά. Ιστορίες συγκινησιακά φορτισμένες αλλά και με ξεκαρδιστικά ευτράπελα. Στην αρχή τον άκουγαν βαριεστημένα, εν συνέχεια με προσοχή και στο τέλος σαν υπνωτισμένοι, βυθισμένοι στον παραδειγματικό λόγο του. Τα πρόσωπά τους μαλάκωσαν, άρχισαν να χαμογελούν και να διηγούνται ακολούθως τις δικές τους περίφημες και απολαυστικές ιστορίες.
Μόνο τα λαμπιόνια του δέντρου και το γυάλινο ρόδι παρέμειναν άγρυπνα ως το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς. Το ρόδι, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς παρατηρούσε με προσήλωση τα όσα συνέβαιναν. Συνειδητοποίησε πως ο ρόλος του δεν ήταν να στέκει μοναχικό και παραγκωνισμένο σ’ ένα χριστουγεννιάτικο έλατο. Ο ρόλος του ήταν να προσφέρει καλοτυχία και χαρά (όπως το εφάμιλλό του φρουτένιο ρόδι). Η ρωμαλέα του απόφαση, ήταν μονόδρομος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, αποδεσμεύτηκε απ’ το συρμάτινο γάντζο που το συγκρατούσε στο κλαδί και αψηφώντας τον κίνδυνο, βούτηξε με δύναμη στο μαρμάρινο δάπεδο. Θρυμματίστηκε ολοκληρωτικά, πλάι στο ήδη κατακερματισμένο ρόδι.
Το πρωί η οικοδέσποινα βρέθηκε να σκουπίζει την ακαταστασία της εισόδου. Ο ανατριχιαστικός ήχος από την τριβή του γυαλιού στο δάπεδο την έκανε να σταματήσει. Έβαλε το χέρι της στο πάτωμα κι έπιασε τα γυαλιά. Κοίταξε το δέντρο, διαπιστώνοντας πως το ρόδι δεν ήταν στη θέση του. Δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της καθώς ψέλλισε : «μανούλα μου». Σκούπισε τα δάκρυα συνεχίζοντας το άχαρο καθήκον της, τη στιγμή που ένα λευκό χαρτάκι στο πάτωμα απέσπασε την προσοχή της. Το πήρε στα χέρια της και το άνοιξε. Γραφή τρεμάμενη και οικεία «Σ’ αγαπάω κόρη μου». Γραφή δηλωτική, που σκόρπισε μια ολάνθιστη κατακόκκινη άνοιξη στην καρδιά του χειμώνα.
Κι αν συχνά συμβαίνει στη ζωή μας να κατατάσσουμε ανθρώπους και πράγματα σε θέσεις αναντίστοιχες των αξιών τους,
κι αν συχνά λησμονούμε πως ο προορισμός μας σε τούτη την πλάση είναι να προσφέρουμε ανιδιοτελώς αγάπη, χαρά και ευτυχία,
κι αν καμιά φορά παρασυρμένοι, παρεκκλίνουμε από τούτο το στόχο φρονώντας πως το πεπρωμένο μας είναι διαφορετικό λόγω θέσης, συγκυρίας ή ιδιότητας,
ας περιφρουρήσουμε στη μνήμη μας, εις το διηνεκές, τον επικό λόγο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα στον Πειραιά, ωστόσο τα τελευταία χρόνια είμαι κάτοικος Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Η ενασχόλησή μου με τη γραφή ξεκίνησε το 2008, κάνοντας το συγγραφικό μου ντεμπούτο στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστήμης Κερατσινίου, με το έργο : «Το πορτραίτο», που απέσπασε το 1ο Βραβείο Διηγήματος.
Σήμερα, έχω τη χαρά και την τιμή κάποια από τα κείμενά μου να φιλοξενούνται σε πολλές συλλογές διηγημάτων. Επίσης, είμαι μέλος της ομάδας «32 μολύβια» που δημιουργήθηκε μέσα από την συλλογή βραβευμένων έργων «Δέκα χρόνια παράξενες μέρες».
Η γραφή για ‘μένα αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, καθώς πρόκειται για την ένωση δύο διαφορετικών κόσμων που με ακολουθούν από παιδί.

