Βραβευμένα κείμενα – 3 / Κάρεν Μάρτιν «Χορεύοντας στο λαβύρινθο»

Το eyelands.gr θα δημοσιεύσει τον Αύγουστο μεταφρασμένα κείμενα από βιβλία που βραβεύτηκαν στον διεθνή διαγωνισμό Eyelands Book Awards για το 2024*.

Σήμερα έχει σειρά ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Κάρεν Μάρτιν «Χορεύοντας στο λαβύρινθο»

SELF PUBLISHED BOOKS

Dancing the Labyrinth – Karen Martin

Australia

Η Karen Martin είναι μια καταξιωμένη Αυστραλή συγγραφέας. Στο παρελθόν έχει χρησιμοποιήσει ως οδό διαφυγής το τσίρκο, δημιούργησε θεατρικά έργα σε φυλακές και αναζήτησε μεταμορφωτικές θεατρικές εμπειρίες. Βραβευμένη για το θεατρικό της έργο και προτιμώντας να ταξιδεύει για να γράφει in situ, η Κάρεν έμαθε να ακούει τις μούσες να της ψιθυρίζουν στο αυτί. Έχει συμβάλει σε πολλά μη μυθοπλαστικά βιβλία: The Women’s Circus: Leaping the Wire και Women in Theatre: Ewa Czajor Memorial Award Recipients, και πήρε το βραβείο Local History για τη συγγραφή και δημοσίευση δύο δοκιμίων για την εμπειρία της στο The Women’s Jail Project. Το πρώτο της μη μυθοπλαστικό βιβλίο The Little Book of Red Flags, είναι μια χιουμοριστική προσέγγιση σε μια σχέση που καταρρέει.

Η Κάρεν έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα Dancing the Labyrinth ενώ ζούσε στην Κρήτη. Το δεύτερο μυθιστόρημά της The Bringer of Happiness εμπνεύστηκε από τη λαογραφία της Λανγκντόκ στη Νότια Γαλλία (κοντά στα Πυρηναία) για τη Μαρία Μαγδαληνή. Το τρίτο της μυθιστόρημα Delphi, η συνέχεια του Dancing the Labyrinth, κυκλοφόρησε πρόσφατα. Τα βιβλία συνδέονται μέσα στη θεματική της σειράς Women Unveiled και μοιράζονται μια ξεχωριστή γυναικεία αφήγηση που διερευνά τα κοινωνικά όρια. Το Women Unveiled συνδυάζει την ελληνική μυθολογία, την ιστορία και τη φαντασία και αφηγείται (σχεδόν) αληθινές ιστορίες.

ΚΑΡΕΝ ΜΑΡΤΙΝ

Χορεύοντας στο λαβύρινθο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η Κρεσίντα αγκάλιασε το βιβλίο της. Είχε μελετήσει το αυστραλιανό κλασικό μυθιστόρημα «Ο Αδελφός μου ο Τζακ» του Τζορτζ Τζόνστον πέρυσι στο μάθημα λογοτεχνίας στο κολέγιο. Ήταν μια εμπειρία που την μεταμόρφωσε – τίποτα λιγότερο από το διαβατήριό της για μια νέα ζωή – γιατί είχε αποκαλύψει ένα πολύτιμο μυστικό: μπορούσες να επιλέξεις να πας και να ζήσεις σε ένα ελληνικό νησί. Ήταν μια επιφοίτηση, αποφάσισε. Καθόταν αυτάρεσκα με τη επίγνωση ότι δραπέτευε από τη μονότονη γειτονιά της με τα μονότονα σπίτια με τις άκαμπτες πόρτες που παρέμεναν κλειστές κόντρα στον ήλιο. Το κόσκινο του κομφορμισμού είχε τελικά χάσει την δύναμή του.

Έλεγξε άλλη μια φορά τη ζώνη ασφαλείας της. Το καθησυχαστικό λουράκι την κρατούσε σφιχτά στο κάθισμά της κοντά στο παραθύρο. Αντικατέστησε το βιβλίο της με ένα περιοδικό του αεροπλάνου. Ειδυλλιακές σκηνές παραλίας παραφύλαγαν σε κάθε σελίδα. Η Κρήτη ήταν φημισμένη για τις τιρκουάζ θάλασσες και τις λευκές αμμουδιές της. Και ροζ, χαμογέλασε, η σκέψη προσέφερε μια ανορθόδοξη αίσθηση χαράς. Έψαξε στην τσέπη της και έβγαλε ένα μικρό δοχείο. Έβαλε ένα χάπι στο στόμα της και το κατάπιε. Ποτέ δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος.

Η Κρήτη ήταν μια εύκολη επιλογή. «Φύγε», είχαν τραγουδήσει οι σειρήνες, και παρασυρμένη από μια σειρά από διαφημίσεις για φτηνές πτήσεις, η συνηθισμένη της δυσκολία να πάρει αποφάσεις εξαφανίστηκε. Ήταν λογικό να δραπετεύσει στη γενέτειρα των Θεών. Ως παιδί, καταβρόχθιζε την ελληνική μυθολογία, ποτέ δεν της άρεσαν τα παραμύθια. Είχε διαβάσει τα πάντα για τις θεές του παρελθόντος: την Άρτεμη, την Αθηνά, την Ήρα, τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Ο χρόνος ήταν συνεργός της καθώς βυθιζόταν στις φανταστικές τους ιστορίες – αιώνες μακριά από τη μοναχική πραγματικότητά της.

Καθισμένη υπάκουα στη θέση της, μέτρησε τα λεπτά μέχρι την απογείωση. Αντίστροφη μέτρηση για το «για πάντα». Το «για πάντα» θα χρειαζόταν λίγο περισσότερο από τέσσερις ώρες για να φτάσει από την Αγγλία, και καθώς κοίταζε ψηλά και σκεφτόταν αφηρημένη τις δυνατότητές του, μια χαραμάδα άνοιξε αρκετά ώστε να αφήσει μια εικόνα της μητέρας της να γλιστρήσει μέσα.

Τι στο καλό;

*

Για την μητέρα δεν υπήρχε ούτε πάντα ούτε τώρα. Η Κρεσίντα μετακινήθηκε στη θέση της. Ο άντρας δίπλα της είχε πιάσει όλο το μπράτσο. Εξέτασε προσεκτικά την εικόνα της μητέρας της. Μητέρα που, παρά τα τόσα χρόνια  που πέρασε με ξυλοδαρμούς και συναισθηματικές καταστροφές, δεν άφησε ποτέ τον άντρα που αγαπούσε. Η Κρεσίντα γύρισε τη σελίδα του περιοδικού. Έβηξε και έτριψε τη μύτη της.

Καθώς το αεροπλάνο άρχισε να τροχοδρομεί, πίεσε το κεφάλι της σταθερά στο προσκέφαλο. Δεν θα αργούσε πια. Τα χέρια της ήταν ενωμένα στο στήθος της, οι αγκώνες της σφιγμένοι – ένα μάθημα ολόκληρης ζωής για αυτοσυγκράτηση. Η μνήμη του σώματος ανατρίχιασε καθώς μπήκε μέσα, απρόσκλητος, παραβιάζοντας το μυαλό της. Προσπάθησε να τον μπλοκάρει, αλλά ήταν πολύ αργά. Μπορούσε τουλάχιστον να αποφύγει το πρόσωπό του εστιάζοντας στη ζημιά στο αυτοκίνητό του. Χτυπήθηκε από έναν νεαρό οδηγό που μάθαινε να οδηγεί. Το αυτοκίνητο ήταν άθλιο. Και τα δύο αυτοκίνητα ήταν. Ο νεαρός οδηγός είχε επιβιώσει. Η Κρεσίντα χάρηκε γι’ αυτό. Ένα θύμα λιγότερο.

Η μητέρα της είχε μείνει με τον πατέρα της στο νοσοκομείο, καθισμένη δίπλα στο κρεβάτι του για τις δύο ημέρες που ήταν σε κώμα του και στη συνέχεια θρήνησε στον τάφο του, πριν αφεθεί στην αιώνια αγκαλιά του πένθους. Η Κρεσίντα είχε σκεφτεί, είχε ελπίσει, ότι είχε απελευθερωθεί πια.

*

Το αεροδρόμιο του νησιού την υποδέχτηκε με τυπική φιλόξενη διάθεση και ανεπιτήδευτους ελέγχους ασφαλείας. Το λεωφορείο για την πόλη διατήρησε μια αύρα αβίαστης υποδοχής. Πίνοντας τον καφέ της, η Κρεσίντα θαύμασε το βενετσιάνικο λιμάνι. Δεν γνώριζε ποτέ ότι υπήρχε τέτοια ομορφιά. Αγόρασε έναν οδηγό στα αγγλικά και ελληνικά και άρχισε να οργανώνει μερικές ημερήσιες εκδρομές για να μάθει περισσότερα για τον παράδεισο που είχε επιλέξει κατά λάθος. Έμοιαζε απίστευτο ότι ανέπνεε τον αέρα των μύθων και περπατούσε σε αρχαία μονοπάτια.

Ένιωσε αγαλλίαση με την ανακάλυψή ενός ακόμη παλαιότερου πολιτισμού από το γνωστό πάνθεον των Ελλήνων θεών. Αυτοί οι Μινωίτες λάτρευαν μια Θεά των Φιδιών. Αυτή η Θεά δεν είχε καμία σχέση με το φίδι του Αδάμ και της Εύας που εμφανιζόταν τη νύχτα, ήταν μια Μητέρα της Γης, Θεά των Πάντων. Οι Μινωίτες ήταν ο πιο προηγμένος ευρωπαϊκός πολιτισμός στην Εποχή του Χαλκού γύρω στο 2000 π.Χ., και το νησί ήταν γεμάτο από ερείπια πόλεων, ναών και παλατιών τους. Ήταν απίστευτο να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η ιστορία δεν είχε συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα σπουδών.

«Ίσως είπαν αυτό το μάθημα μια μέρα που δεν ήμουν στο σχολείο», σκέφτηκε η Κρεσίντα, αγγίζοντας ενστικτωδώς το περίγραμμα μιας μόλις ορατής ουλής στο μέτωπό της.

*

Το υπέροχο φως του ήλιου που έλαμπε από το ανοιχτό παράθυρο του μικρού διαμερίσματός της στο γραφικό χωριό στη νότια ακτή την ξύπνησε. Το ξύπνημα δεν ήταν ποτέ εύκολο. Είχε κοιμηθεί ή είχε χτυπηθεί; Ίσως χειρότερα, μήπως ξυπνούσε από κρίση πανικού; Άρχισε να ψάχνει για τα πιο φανερά σημάδια: το παντελόνι της ήταν στεγνό, δεν υπήρχε αίμα στο στόμα της ούτε γεύση εμετού. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα για να ανακτήσει τη μνήμη της και να αντιληφθεί το περιβάλλον της. Της πήρε μια στιγμή να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν, και μετά το χαμόγελό της έλαμψε σαν τον ήλιο. Τα είχε καταφέρει. Είχε ένα νέο σπίτι, μια νέα δουλειά, μια νέα ζωή. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ζούσε εδώ τόσες εβδομάδες. Είχε βρει το τέλειο χωριό, όπου μπορούσες είτε να περπατήσεις σε μονοπάτια είτε να πάρεις το πλοίο. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μόνο πεζοί. Ήταν ένας προορισμός, όχι ένας απλός δρόμος.

*

Δεν είχε τολμήσει να ελπίζει. Είχε μάθει ότι αυτή η τόσο μικρή λέξη, ήταν βαριά από τις προσδοκίες. Η ελπίδα ερχόταν χωρίς οδηγίες, μόνο με δάκρυα. Είχε έρθει στην Κρήτη αναζητώντας διαφυγή. Η ελπίδα δεν είχε θέση στα όνειρά της. Είχε βρει την διαφυγή. Ανοίγοντας την πόρτα, η Κρεσίντα καλωσόρισε την ημέρα. Ο δροσερός πρωινός αέρας φίλησε το δέρμα της. Πήρε το δρόμο για την αμμουδιά, με τα ροζ πόδια της πολύ τρυφερά ακόμα για τα κομμάτια των βράχων και τα βότσαλα και των πετρών, και ανταμείφθηκε με μια γρήγορη βουτιά μέχρι τη σημαδούρα και πίσω, σε παρθένα νερά.

*

Ήταν μια σύντομη βόλτα μέχρι την ταβέρνα όπου εργαζόταν. Μία από τις πολλές, που γέμιζαν την ακτογραμμή με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Ο σταθερός ρυθμός εξυπηρέτησης και η χαλαρή στάση των αφεντικών της, ανθρώπων του νησιού, έκαναν την εργασία μια ευχαρίστηση. Αργά το απόγευμα, η κόρνα από το πλοίο που αναχωρούσε ήταν το σινιάλο για να μαζέψει τα άδεια ποτήρια, τα πλαστικά ποτήρια φραπέ και τα ξεχειλισμένα τασάκια.

*

Το καθάρισμα ήταν ήδη μια ευχάριστη ρουτίνα, και οι σκέψεις της περιπλανιόντουσαν ελεύθερα σε ιστορίες, μύθους ή τραγούδια. Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανένα, η δουλειά δεν απασχολούσε τη σκέψη της και την άφηνε να διασχίζει μονοπάτια ονειροπόλησης. Τέτοια ήταν η δύναμη του νησιού που δεν μπορούσε παρά να εμπνευστεί. Τα τραπέζια μαζεύτηκαν. Πήρε τη σφουγγαρίστρα από την αποθηκούλα πίσω από το μπαρ.

«Πού είναι η ελληνική σκούπα μου;» αστειεύτηκε με το αφεντικό, ψάχνοντας για το λάστιχο. Αυτό που αποκαλούσε «λάστιχο» έκανε εξαιρετική δουλειά, και εκείνη καμάρωνε για το λαμπερό μαρμάρινο πάτωμα. Μόλις τελείωνε, όλα ήταν έτοιμα για την επόμενη φουρνιά των πελατών που θα έφταναν μετά τις 10 το βράδυ για δείπνο και ποτό.

Μόνο όταν τελείωνε η δουλειά της ημέρας, κι αφού διάβαζε το βιβλίο που τη συντρόφευε εκείνη την ημέρα και ο χρόνος ήταν δικός της, που η Κρεσίντα δυσκολευόταν. Η προσαρμογή ήταν πιο δύσκολη από ό,τι περίμενε. Δεν πεινούσε, αλλά το στομάχι της παραπονιόταν. Το ένιωθε άδειο, σαν κάτι να το ροκάνιζε, δημιουργώντας μια τρύπα, ένα κενό – κάποιο είδος ανυπαρξίας. Το να παραμένει απασχολημένη σήμαινε περπάτημα, κολύμπι, ποτό. Και ποτό. Και ποτό. Διασκέδαζε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα με τους νέους της φίλους, την Τεκίλα και τη Μαργαρίτα, και χόρευε με τον Διόνυσο σε μια δίχως περιορισμούς μέθεξη.

Το ξύπνημα γινόταν πιο δύσκολο για διάφορους λόγους. Την πονούσε το κεφάλι. Με την πάροδο των εβδομάδων, ο δυνατός ελληνικός καφές έγινε πρωινό τελετουργικό. Ήταν ανακούφιση όταν τον ένιωθε να γεμίζει την ανυπαρξία στο στομάχι της. Όταν εμφανίστηκε το φτερούγισμα μέσα της, έριξε την ευθύνη στις άφθονες ποσότητες από ρακές και μπύρες που κατανάλωνε. Ήταν, ωστόσο, επίμονο.

Απίστευτο. Ηλίθια.

Σήκωσε το κεφάλι της από τη λεκάνη της τουαλέτας, πριν καν ουρήσει στην ταινία του τεστ. Η αυτοκριτική τής ήταν πολύ οικεία κατάσταση.

*

Στοιχηματίζω ότι θα είναι μπλε – απλώς η τύχη μου – μπλε για θετικό, μπλε για αγόρι. Γαμώτο.

Η μητέρα θα την έλεγε καθυστερημένη.

Περισσότερο «αμελής», θα έλεγα.

«Καλημέρα. Εμμ…»

Τα ελληνικά της δεν είχαν προχωρήσει πολύ.

«Εεμ, θέλω α, να θέλω ω, μιλάς αγγλικά; Τέλεια».

Έκλεισε ραντεβού στο νοσοκομείο της πόλης για έναν ενδελεχή έλεγχο, ελαφρώς πιο αξιόπιστο από το τεστ με τα ούρα.

*

Το άγχος την πήγε μέχρι το νοσοκομείο. Οι υγρές παλάμες της τής υπενθύμισαν να πάρει βαθιές ανάσες. Το πλοίο ήταν στην ώρα του, γλιστρώντας αβίαστα στο λιμάνι πάνω από μια πετρελαιοκηλίδα. Επιλέγοντας μια θέση στο πάνω κατάστρωμα στον πρωινό ήλιο, η Κρεσίντα διόρθωσε τα γυαλιά ηλίου της πριν γυρίσει σελίδα στο βιβλίο της. Υπήρχε κάτι ειρωνικό στο να σκέφτεται να τερματίσει τα υπολείμματα μιας τυχαίας νύχτας πάθους ενώ βυθιζόταν σε ένα ρομαντικό βιβλίο. Το πλοίο έτρεχε σαν φτερό πέρα από απόκρημνους βράχους που ορθώνονταν σαν φρουροί.

*

Με την κρύα από το ζελέ άκρη του υπερήχου πιεσμένη στην μαυρισμένη κοιλιά της, κοίταξε μια σταγόνα που διαγράφονταν στην οθόνη. Στο βάθος, άκουσε τη νοσοκόμα να αναφωνεί περήφανα ότι μπορεί να είχε δίκιο, ίσως ήταν αγόρι, αν και ομολογουμένως ήταν πολύ νωρίς για να το πούμε. Η αντίδραση έβραζε μέσα της. Αγόρι; Εντάξει, έμεινε έγκυος, πάει στην ευχή – αλλά αγόρι;

«Δεν θέλω αγόρι. Στην πραγματικότητα, δεν θέλω μωρό, αλλά ειδικά όχι αγόρι».

Η νοσοκόμα έφυγε διακριτικά από το δωμάτιο, αποφεύγοντας τον δυσάρεστο τόνο του ξεσπάσματος της Κρεσίντα. Η Κρεσίντα σκούντηξε την κοιλιά της.

«Ουάου, τώρα τι θα έλεγε γι’ αυτό;» ρώτησε. Δεν είχε σκεφτεί τον πατέρα της για τόσο πολύ καιρό. Ξεροκατάπιε και προσπάθησε να το ξεπεράσει με ένα γέλιο. Ακούστηκε άδειο και ψεύτικο.

«Ε, εσύ εκεί, νομίζεις…»

Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Τα αγνόησε.

«Νομίζεις…» λυγμός, «μπορείς να έρθεις…» λυγμός ξανά, «…ότι μπορείς να έρχεσαι στον κόσμο μου». Κατάπιε. «Και… και… απλώς να αλλάζεις τα πάντα; Να τα θες όλα δικά σου… απλώς επειδή, απλώς επειδή είσαι αγόρι. Λες και το πουλί σου να κάνει τη διαφορά; Έτσι νομίζεις;»

Οι αναμνήσεις της ως κόρης μόλυναν κάθε πιθανό μητρικό ένστικτο. Κατηγορίες την πίεζαν στο λαιμό.

«Θα γίνεις…;» ψιθύρισε βραχνά. «Ένας μαλάκας σαν αυτόν; Είσαι; Έρχεται από μέσα σου, ξέρεις. Είναι στο DNA σου. Ω, θα του άρεσε αυτό».

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε. Το λεπτό νήμα του συναισθήματος που την έδενε με τον πατέρα της ήταν ένα δολωμένο αγκίστρι και ένας  πόνος που την διέτρεχε ολόκληρη. Η κοφτή ανάσα της πίεσε τους πνεύμονές της. Ξεθωριασμένοι μώλωπες και αόρατες ουλές ανέβαιναν στην επιφάνεια του δέρματός της. Ίδρωσε από αηδία.

Τι θα έλεγε γι’ αυτό; Ο πόνος στην καρδιά της αραίωσε την οργή της. Αδιάκοπες σκέψεις και ερωτήσεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό της και δεν μπορούσε να βρει κανένα καθαρό χώρο για να το τακτοποιήσει. Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε από την κλινική με το άρωμα της ευθύνης.

Έξω, μια λάμψη φωτός τρεμόπαιξε, τραβώντας την προσοχή της. «Τι στο…;»

Κοίταξε ψηλά. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Ήταν ένας τεράστιος, απέραντος γαλάζιος ουρανός. Το υπέροχο φως έλαμπε μέσα από το γαλάζιό του. Ήταν τόσο απόλυτο και σταθερό. Δεν το είχε προσέξει ποτέ πριν. Το γαλάζιο του ουρανού κρατούσε τα πάντα, κι όμως τίποτα, σε όλη του την απεραντοσύνη. Εκτεινόταν στο άπειρο. Κράτησε την παύση ανάμεσα στις αναπνοές. Εκπνεύστε, εισπνεύστε. Χαλαρώστε.

Εντάξει.

Το κενό ήταν βραχύβιο. Ένα εισερχόμενο παλιρροϊκό κύμα απελευθερωμένων συναισθημάτων χτύπησε το μυαλό της, στροβιλίζοντας σκέψεις στο πέρασμά του: Γαμώτο. Τι έκανα, τι πρέπει να κάνω, πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό, γιατί, τι πρέπει να κάνω, τι μπορώ να κάνω, δεν είναι δίκαιο.

Τα λόγια του έφεραν πάλι τα δάκρυά της που έμοιαζαν να στάζουν την αγωνία της για τον κόσμο.

 «Είχες δίκιο μπαμπά, είμαι βρώμικη, δεν είμαι τίποτα, μου αξίζει αυτό. Είναι δικό μου λάθος, είναι όλα δικά μου λάθη. Είμαι μια βρώμικη, βρώμικη πόρνη. Το είπες. Είχες δίκιο. Λυπάμαι πολύ, πολύ. Μπαμπά;»

Η αηδία απλώθηκε σε όλα τα σκοτεινά, κρυφά σημεία της. Η αντίδραση ήταν να νιώσει κράμπες και να βογκήξει. Όλο αυτό της διέλυε το στομάχι καθώς η περιφρόνηση τσίτωνε τους μύες της. Σκουπίζοντας το πρόσωπό της από τα αυλάκια των δακρύων, η Κρεσίντα χλεύασε την αξιολύπητη κατάστασή της. Χωρίς σπονδυλική στήλη, χωρίς περηφάνια. Θλιβερή.

Το μούδιασμα την κατέκλυσε, προσφέροντας μια μικρή ανάπαυλα, αλλά η Κρεσίντα το έδιωξε μακριά. Της άξιζε να νιώθει τόσο άσχημα, να τιμωρηθεί. Ένιωθε σαν στο σπίτι της. Οι σκέψεις της σκαρφάλωναν σε έναν λαβύρινθο από αδιέξοδα. Δεν μπορούσε να βρει απαντήσεις, παρηγοριά ή λύση. Το κεφάλι της ήταν χάλια. Σηκώθηκε.

«Φύγε!» παρακάλεσε δυνατά. «Αρκετά. Αρκετά πια».

Η αποφασιστικότητα μπήκε στο σχέδιο παιχνιδιού της και μιλώντας στον κόσμο έξω από το μυαλό της τη βοήθησε να ανακτήσει κάποιο έλεγχο. Η αποστροφή υποχώρησε και οι σκέψεις της έγιναν  μια βουή στο παρασκήνιο. Αυτό τουλάχιστον, η Κρεσίντα μπορούσε να διαχειριστεί. Αποδέχτηκε την εγκυμοσύνη της για μερικές ακόμη μέρες, μέχρι να μπορέσει να καθαρίσει το κεφάλι της από τον λευκό θόρυβο* που είχε γίνει κόκκινος.

Νιώθοντας ότι είχε κάπως συγκρατήσει το ατέλειωτο χάος, η Κρεσίντα επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο για να επιστρέψει στο λιμάνι. Κάθισε στο πίσω μέρος όπου ήταν άδειο από επιβάτες. Όταν το λεωφορείο σταμάτησε ξανά, σε κάποιο σημείο του κεντρικού δρόμου, μια μεγαλόσωμη γυναίκα με ένα πολύχρωμο μαντήλι ανέβηκε στο λεωφορείο με τις εξίσου μεγάλες και πολύχρωμες τσάντες και τα πακέτα της και ένα τσούρμο από παιδιά διαφόρων μεγεθών. Κουβαλούσε ένα μωρό δεμένο στο πολύ πλούσιο στήθος της και ένα μικρό, αδύνατο παιδί κρατιόταν σφιχτά από το ένα ελεύθερο χέρι της. Πίσω της ήταν ένα νεαρό αγόρι που κρατούσε από το χέρι μια μικρότερης εκδοχής του εαυτού του. Προχώρησαν με δυσκολία στο πίσω μέρος του λεωφορείου και κάθισαν απέναντι και δίπλα στην Κρεσίντα, γεμίζοντας όλους τους χώρους και τα σημεία της επιθυμητής μοναξιάς της.

Η γυναίκα έβαλε τη μεγαλόσωμη σιλουέτα της στο κάθισμα με έναν αναστεναγμό ευγνωμοσύνης και τα παιδιά οικειοποιήθηκαν τον υπόλοιπο χώρο γύρω της σαν να συμμετείχαν προσεκτικά στη συμπλήρωση ενός παζλ σε φυσικό μέγεθος. Λοιπόν, όχι και πολύ προσεκτικά. Υπήρχαν ξεχειλισμένες τσάντες, τιράντες σουτιέν που έπεφταν μέχρι τους αγκώνες, κορδόνια παπουτσιών που ανέμιζαν και υπήρχε και αυτό, ω ναι, η πυκνή κίτρινη μύξα που καβαλούσε την εισπνοή και την εκπνοή της αναπνοής του νήπιου από το ένα ρουθούνι. Η Κρεσίντα μετακινήθηκε στη θέση της για να ελαχιστοποιήσει οποιαδήποτε εκδήλωση της γλώσσας του σώματος που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόσκληση για αλληλεπίδραση. Η προσπάθειά της να μείνει προσκολλημένη στη θέση της απέτυχε παταγωδώς. Τα ξανθά κοντά μαλλιά της δεν βοήθησαν καθόλου.

 «Γεια σου αγαπητή μου, γειάσας!» Η γυναίκα της απευθύνθηκε σε αγγλικά με προφορά. Η Κρεσίντα χαμογέλασε αδύναμα. Δεν υπήρχε διαφυγή εκτός από την κατάφωρη αγένεια. Πριν προλάβει να απαντήσει, η προσοχή της στράφηκε στο νεαρό αγόρι. Τον παρακολούθησε καθώς έβγαζε ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη του και σκούπιζε τη μύτη του μικρού παιδιού. Έτσι απλά. Όλα εκείνη τη στιγμή φάνηκαν να αλλάζουν. Η Κρεσίντα ένιωσε ένα κύμα ευγνωμοσύνης. Όχι, αυτό ήταν ναυτία. Η γυναίκα γύρισε και ευχαρίστησε το αγόρι, «Ευχαριστώ, καλό μου αγοράκι».

Επέστρεψε το βλέμμα της στην Κρεσίντα. «Αυτός είναι σαν τον πατέρα του, βλέπει τα πιο μικρά πράγματα και τα καταφέρνει», εξήγησε, και ανακάτεψε τα μαλλιά του με ένα χέρι που ως εκ θαύματος φαινόταν να είναι απαλλαγμένο από παιδί, λουράκι τσάντας και σακούλες με ψώνια. Γέλασε. «Μεγαλώνουμε τους γιους μας για να γίνουν καλοί άνθρωποι, έτσι δεν είναι; Αυτή είναι η δουλειά μας. Λοιπόν, τουλάχιστον προσπαθούμε».

Το λεωφορείο ταρακουνήθηκε και η οικογενειακή σκηνή άλλαξε απότομα με το τράνταγμα. Η Κρεσίντα είδε τώρα μια χοντρή ιδρωμένη γυναίκα να κουβαλάει ένα κοιμισμένο μωρό στο στήθος της, με ένα μείγμα εμετού και γάλακτος να στάζει στο φόρεμά της. Ένα παιδί κρατιόταν από το χέρι της με μια πλαστική πάνα που μύριζε τόσο δυσάρεστα μέσα στη ζέστη του απογεύματος. Τα δύο αγόρια μάλωναν για κάποιο μικροσκοπικό πλαστικό αντικείμενο απαγορευμένο σε οποιαδήποτε χώρα του πρώτου κόσμου που σέβεται τον εαυτό της, το οποίο, αφού έπεσε στο πάτωμα, κύλησε προς τα κάτω στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου, κάνοντας και τα δύο αυτά κακομαθημένα παιδιά να τον πάρουν στο κατόπι ουρλιάζοντας. Ήταν ένα ιδρωμένο, δύσοσμο, δυνατό, βρώμικο παράδειγμα οικογενειακής ζωής, και, καταβεβλημένη από αυτή τη δυσοσμία της ανθρωπότητας, η Κρεσίντα κράτησε το χέρι της μπροστά στο στόμα της.

«Σταματήστε το λεωφορείο!» φώναξε, «Εεε… στάση, σταμάτα!».

Στάθηκε όρθια σε τρεμάμενα πόδια και πάτησε το κουμπί για να καταφέρει να δραπετεύσει. Ευτυχώς, ήταν μια σύντομη βόλτα μέχρι το λιμάνι και η ανακούφιση κορυφώθηκε με ένα φρέσκο απογευματινό αεράκι. Το πλοίο περίμενε υπομονετικά στην αποβάθρα για να επιβιβαστεί. Ευτυχώς, το ταξίδι της επιστροφής ήταν χωρίς απρόοπτα, εκτός από έναν δυνατό άνεμο και ένα μεγαλύτερο κύμα από το συνηθισμένο. Αφού αποβιβάστηκε, η Κρεσίντα περπάτησε κατά μήκος της ακτογραμμής με τη μαύρη άμμο. Τα κύματα στροβιλίζονταν στραβά, πιτσιλίζοντας τις γάμπες της, και μετά ρουφούσαν τους αστραγάλους της καθώς επέστρεφαν στα βάθη.

Κάθισε στην ζεστή άμμο και παρακολουθούσε τα κύματα να σκάνε στην ακτή. Εύχεται η μέρα να ερχόταν από μόνη της.

Η Κρεσίντα ξύπνησε και για λίγο τα είχε χαμένα, αιωρούμενη στην αχνή σκιά ενός ονείρου. Κούνησε τα δάχτυλά της. Ένιωσε μυρμήγκιασμα και  βελόνες να τσιμπούν τα χέρια της. Μήπως ούρλιαξε; Κοίταξε γύρω της. Η παραλία ήταν παράξενα έρημη. Στριφογύρισε άκαμπτα και ανακάθισε. Κοίταξε τον ωκεανό. Τα κύματα φαινόταν μεγαλύτερα από το συνηθισμένο.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί ότι κοιμήθηκε, αλλά μπορούσε να θυμηθεί το όνειρο. Το μόνο καλό ενός επαναλαμβανόμενου ονείρου είναι να γνωρίζεις το αποτέλεσμα. Κούνησε το κεφάλι της ελπίζοντας να τινάξει τα κατακάθια, αλλά οι εικόνες παρέμειναν. Παγιδευμένη ανάμεσα στην αφύπνιση και τον ύπνο, μπορούσε ακόμα να δει μια νεότερη μαυρισμένη εκδοχή του εαυτού της να κωπηλατεί μια μικρή βάρκα. Το σκάφος ήταν φορτωμένο με πλεχτά υφασμάτινα καλάθια γεμάτα ζώα. Μια προηγούμενη απογραφή ονείρου είχε αποκαλύψει έναν κόκορα, αρκετές κότες, ένα κατσικάκι μουσκεμένο στα ούρα, δύο θηλυκά που συνοδεύονταν από την πληροφορία ότι η μία ήταν έγκυος, δύο πρόβατα και ένα κριάρι. Η βάρκα ήταν έτοιμη να κάτσει από το βάρος. Αν και ο ωκεανός ήταν ήρεμος, η Κρεσίντα ήξερε ότι θα ερχόταν καταιγίδα.

Ήξερε επίσης ότι η βάρκα θα προσγειωνόταν με ασφάλεια σε ένα μικρό λιμάνι. Ωστόσο, ο φόβος της παρέμενε στο πέρασμα του χρόνου, γιατί όταν ξέσπασε η καταιγίδα, με το αυξανόμενο κρεσέντο των κυμάτων και της βροχής να χτυπούν το πρόσωπό της, ήταν αδύνατο να δει τον όρμο από το νερό. Επιπλέον, η νεαρή μελαχρινή Κρεσίντα ήταν μόνο ένα παιδί και έπρεπε να φέρει τη βαριά ευθύνη να κρατήσει όλα τα ζώα ασφαλή, ένα βάρος εξίσου ισχυρό με τα τεράστια κουπιά που κρατούσε στα αδύναμα χέρια της. Η Κρεσίντα ξυπνούσε ουρλιάζοντας και μουσκεμένη, βρεγμένη είτε από τα κύματα του ονείρου της είτε από τον ιδρώτα του φόβου της.

Ο χαμός που γινόταν στο μυαλό της μεγάλωσε όταν κατάλαβε ότι ήταν ξύπνια. Ο υπνάκος που είχε πάρει της πρόσφερε μόνο μια προσωρινή ανακούφιση. Καταπίνω, συγκεντρώνομαι, παίρνω βαθιές ανάσες, φτιάχνω ένα σχέδιο δράσης – οι οδηγίες του γιατρού της αντηχούσαν στη σκέψη της. Ο διαλογισμός μπορεί να βοηθούσε, η φαρμακευτική αγωγή σίγουρα θα βοηθούσε.

Έψαξε για τα χάπια της – ήταν στην τσάντα της; Δεν τα χρειαζόταν από τότε που έφτασε στην Κρήτη. Ήταν πριν από τέσσερις, ίσως πέντε εβδομάδες; Ο χρόνος εδώ φαινόταν να κυλάει με διαφορετικό ρυθμό. Ο χρόνος ήταν διαφορετικός. Όλα ήταν διαφορετικά. Μακάρι να μην τα είχε καταστρέψει όλα.

Μετάφραση: Γρηγόρης Παπαδογιάννης

* Ο λευκός θόρυβος είναι ένας ήχος που περιέχει όλες τις συχνότητες του ακουστικού φάσματος σε ίση ένταση. Λειτουργεί ως ένα είδος ηχητικού φίλτρου, καλύπτοντας άλλους, πιο ενοχλητικούς ήχους και βοηθώντας στη χαλάρωση ενώ ο κόκκινος είναι ένας θόρυβος που έχει περισσότερη ενέργεια σε χαμηλές συχνότητες και λιγότερη ενέργεια σε υψηλές συχνότητες.

Θα συνεχίσουμε να δημοσιεύουμε ένα μεταφρασμένο κείμενο κάθε εβδομάδα. Στη συνέχεια έχουμε ποιήματα από τη συλλογή «Αποφάσισα να παραμείνω κάθετη»  της Γκαϊελέν Κάρμπις(28 Αυγούστου), τις «δύο πρώτες ημέρες» από το μυθιστόρημα «Istabul crossing» του Τίμοθι Τζέι Σμιθ (4 Σεπτεμβρίου), μια ιστορία από το βιβλίο «Pagodas of the Sun—Japan Stories» του Γκρέιαμ Άρνολντ (11 Σεπτεμβρίου) και τέλος δύο διηγήματα από τη συλλογή «Little Fortified Stories» της Μπάρμπαρα Μπλακ (18 Σεπτεμβρίου).

Πρόκειται για τον μοναδικό διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό βιβλίου με έδρα την Ελλάδα. Ξεκίνησε το 2018, θεωρείται πλέον από τους πιο έγκυρους διαγωνισμούς με αντικείμενο το βιβλίο που υπάρχουν στον κόσμο, συγκεντρώνοντας συμμετοχές από κάθε γωνιά του πλανήτη. Το μεγάλο βραβείο για την κατηγορία των βιβλίων που έχουν εκδοθεί είναι 5ημερη παραμονή στην Αθήνα ενώ για τα βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί το βραβείο είναι η μετάφρασή τους στα ελληνικά και η έκδοσή τους από τις Παράξενες Μέρες. Από το 2024 θεσμοθετήθηκε ένα ακόμη βραβείο το Writers’ choice Award  όπου οι ίδιοι οι βραβευμένοι συγγραφείς ψηφίζουν για το καλύτερο βιβλίο.