Το eyelands.gr δημοσιεύει αυτή την εποχή μεταφρασμένα κείμενα από βιβλία που βραβεύτηκαν στον διεθνή διαγωνισμό Eyelands Book Awards για το 2024.
Σήμερα παρουσιάζουμε απόσπασμα από μια ιστορία του βιβλίου «Pagodas of the Sun—Japan Stories» του Γκρέιαμ Άρνολντ και θα κλείσουμε την παρουσίαση των βραβευμένων κειμένων δύο διηγήματα από τη συλλογή «Little Fortified Stories» της Μπάρμπαρα Μπλακ (18 Σεπτεμβρίου).
Ολόκληρη την ιστορία που δημοσιεύεται εδώ μπορείτε να την διαβάσετε στο βιβλίο του συγγραφέα που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις παράξενες μέρες
GRAND PRIZE WINNER – UNPUBLISHED
/short stories/
Pagodas of the Sun—Japan Stories – G. S. Arnold
Canada
Ο G. S. Arnold έχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Αγγλική Φιλολογία στον Τομέα της Δημιουργικής Γραφής από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και εργάζεται σε κολέγιο στο Τορόντο του Καναδά. Το έργο του έχει δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως το The Malahat Review, το Event Magazine, το Ninth Letter, το Asia Literary Review, το Glimmer Train, το Prairie Fire και το The Masters Review. Είναι συχνή η επιβράβευσή και ενίσχυσή του από τις τοπικές Επιτροπές Τεχνών του Τορόντο, του Οντάριο και του κράτους του Καναδά,ενώ είχε από μια υποψηφιότητα για τα βραβεία Pushcart και Journey. Οι ιστορίες του έχουν συμπεριληφθεί σε διαγωνισμούς διηγήματος όπως εκείνον της Ένωσης Συγγραφέων του Καναδά, το βραβείο διηγήματος CBC 2019, το διεθνές βραβείο Bridport για διηγήματα και την Ανθολογία Σύντομων Διηγημάτων Masters Review. Πρόσφατα ολοκλήρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Sea of Clouds», το οποίο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του σεισμού του Τόκιο το 1923.
Σούσι για Ψάρια
Όταν ήταν παιδί ο Γιού σάρωνε τον ποταμό Τάμα για να βρει γατόψαρα και ιριδίζουσες πέστροφες, κι ύστερα έβγαζε τα αγκίστρια από τα βράγχια τους και τα έριχνε ξανά στο νερό. Ανάμεσα στα επτά και τα δεκατέσσερα ψαρεύει στο ποτάμι. Είναι κοντός και δεν έχει φίλους. Τα παιδιά στο σχολείο τον κοροϊδεύουν για τον προγναθισμό του. «Πιανομούρη», τον λέει ένα αγόρι. Ένα άλλο λέει: «Μπορείς να τραβήξεις καρφιά με αυτά».
Δεν είναι σίγουρος πόσων χρόνων ήταν όταν το ψάρι άρχισε να του μιλάει, αλλά θυμάται πως ήταν ένα Σάββατο του φθινοπώρου. Οι όχθες του ποταμού ήταν άδειες. Τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα, τα κλαδιά τους ήταν σαν τα δάχτυλα των σκελετών. Ένα γατόψαρο χτύπησε την ουρά του στην ακτή, επικροτώντας το ψάρεμα του Γιού.
«Δεν θα σε πληγώσω», είπε ο Γιού.
Χάιδεψε με τα χέρια του το λείο δέρμα του. Το ψάρι είχε στρογγυλό κεφάλι και κάτι που έμοιαζε να είναι λαιμός, λες και το κεφάλι ήταν τόσο μεγάλο που χρειαζόταν λαιμό για να το στηρίξει. Ένα μικρό κάλυμμα από δέρμα γλίστρησε πάνω από το καθένα μάτι. Το ψάρι ανοιγόκλεινε τα μάτια και τον παρατηρούσε. Είσαι άσχημος, είπε.
«Έχω μεγάλα δόντια», είπε ο Γιου. «Είμαι αριστερόχειρας. Στο σχολείο οι δάσκαλοι με βάζουν να χρησιμοποιήσω το δεξί μου, αλλά πραγματικά τα πάω καλύτερα με το αριστερό μου».
Το όνομά σου είναι Γιου Τομαζάκι
«Πώς γίνεται να μιλάς;»
Σκότωσε με, είπε το ψάρι.
Αυτό δεν είχε περάσει από το μυαλό του Γιού. Είχε βαρεθεί, ήταν μοναχικός τύπος. Έπιανε ψάρια μόνο για σπορ. Ήταν οι σύντροφοί του.
«Δεν θέλω», είπε ο Γιου.
Το ψάρι γούρλωσε τα μάτια του: χτύπησέ με μέχρι να πεθάνω με μια πέτρα, έχεις κι ένα μαχαίρι στην τσέπη σου, βάλε τη λεπίδα από κάτω από το γλιστερό πτερύγιο μου και τράβα το μέχρι το κεφάλι μου και μετά κόψε το μέχρι τη ραχοκοκαλιά μου, το σώμα μου θα ανοίξει στα δύο, όπως τρώνε τα φρούτα.
Ο Γιού χτύπησε μια πέτρα στο κεφάλι του πίσω από τα μάτια και το γατόψαρο άνοιξε την ουρά του στη λάσπη. Κάτι θολό ξέφυγε από το στόμα του και ο Γιού το σκούπισε με το χέρι του.
Τα δόντια σου, είπε η θολούρα, θα μπορούσαν να τραβήξουν νύχια.
Ο Γιού άνοιξε την πλάτη του με το μαχαίρι του και έβγαλε ένα γλιστερό κομμάτι σάρκας στο μέγεθος του αντίχειρα. Γλίστρησε το κομμάτι στο στόμα του και γεύτηκε το δροσερό ποτάμι. Ήξερε το κούτσουρο κάτω από το οποίο το γατόψαρο είχε κοιμηθεί, πόσο μακριά είχε κολυμπήσει εκείνη τη μέρα. Αυτό το γατόψαρο είχε φάει παπιόχορτο* νωρίτερα και το είχε σπρώξει με τη γλώσσα του στο λαιμό του. Ο Γιού κάθισε στην ακτή και έτρωγε το γατόψαρο μέχρι που έγινε μια λακουβίτσα δέρματος και οστών.
Ο Γιου επισκέπτεται το εστιατόριο σούσι του θείου του στην πόλη Όμε. Είναι δεκατεσσάρων, μόλις που φτάνει στο ύψος του ταμείου. Πρέπει να τεντώσει το λαιμό του για να δει τον θείο του από πάνω του. Ως χόμπι, ο θείος φτιάχνει μαύρο σάκε, το σκουραίνει με κάρβουνο μπαμπού και το προσφέρει δωρεάν στους πελάτες. Είναι αφιλτράριστο, με γλυκιά γεύση και ο θείος το θεωρεί φυσικό θεραπευτικό φάρμακο για όλες τις παθήσεις. Ξέρει ότι ο Γιού ψαρεύει στον ποταμό Τάμα.
«Ακούω ότι σου αρέσουν τα ψάρια», λέει. «Θα μπορούσες να γίνεις σούσι σεφ όπως εγώ μια μέρα. Μπορείς να αρχίσεις ως μαθητευόμενος μου».
Σε ένα από τα μεσαία δάχτυλα του θείου λείπει η άκρη του, ένα ατύχημα πριν από χρόνια. Καθάριζε ψάρια κατά τη διάρκεια της μαθητείας του και του ξέφυγε. Το κόψιμο ήταν τόσο ομαλό που δεν το κατάλαβε. Όταν είδε το ματωμένο κομμάτι δίπλα στο ψάρι, νόμιζε ότι το ψάρι είχε φάει ένα δάχτυλο. Έπρεπε να του δείξουν το αίμα που ανάβλυζε για να το καταλάβει.
«Είμαι πολύ κοντός», λέει ο Γιού.
Ο θείος δεν κάνει κανένα σχόλιο και αρχίζει να καθαρίζει τη βιτρίνα. Ο Γιού τον παρακολουθεί από την άλλη πλευρά του τζαμιού.
Κλαπ!
Το νερό φεύγει με δύναμη από τα χέρια του. Ανοίγει μια τρύπα στο κέντρο ενός γυαλιστερού σωρού ρυζιού με τον αντίχειρά του.
«Πρέπει να υπάρχει αέρας», λέει ο θείος, «έτσι λιώνει το ρύζι στο στόμα σου».
Μια κίτρινη λάσπη από τριμμένο γουασάμπι εμφανίζεται ξαφνικά στο πίσω μέρος του ρυζιού. Στη συνέχεια, μια φέτα κόκκινου τόνου που μοιάζει με γλώσσα. Τα χέρια του θείου κινούνται γρήγορα, με ακρίβεια. Μοιάζει με το τρυκ που κάνει κάποιος με νομίσματα που τα βγάζει από πουθενά. Το ψάρι χάνεται και εμφανίζεται ξανά, το ρουμπινί κρέας βγαίνει μέσα από τις σχισμές από τα δάχτυλα του θείου καθώς το ανακατεύει πάνω από το ρύζι. Στη συνέχεια, το σούσι βρίσκεται σε ένα πιάτο με γαρνιτούρες από ροζ τζίντζερ απλωμένες σε σειρές δίπλα του.
«Το τόξο ενός ψαριού που σερβίρεται», λέει ο θείος, «πρέπει να έχει την ίδια καμπύλη με τη σελίδα ενός ανοιχτού βιβλίου».
Για τα επόμενα δέκα χρόνια, ο Γιού δουλεύει στο εστιατόριο του θείου. Τα δύο πρώτα χρόνια κάνει βάρδιες πριν και μετά το σχολείο και τα σαββατοκύριακα. Τρίβει τα ξύλινα πατώματα με συρμάτινο σφουγγαράκι μέχρι που οι μύες των ώμων του παραμορφώνονται. Το ξύλο του πληγώνει τα γόνατα. Ισορροπεί τα πλαστικά ψυγεία στους ώμους του στην ψαραγορά του Οσίρο ενώ ο θείος βάζει μέσα τα ψάρια. Είναι αυτός που πηγαίνει στους άλλους σεφ τις ξύλινες θήκες Νέτα, τους δίσκους με φύκια Νόρι, τις ζεστές πετσέτες. Μαθαίνει τα πάντα για το δωμάτιο-ψυγείο και χρησιμοποιεί προσεκτικά τους όρους της αργκό των σεφ: «Μωβ» σημαίνει σάλτσα σόγιας. «Δάκρυα» είναι το γουασάμπι, «γρασίδι το αποξηραμένο φύκι. Ανακαλύπτει ότι οι σεφ του σούσι μετρούν μόνο με τα δάχτυλά τους, ότι το ωμό χταπόδι πρέπει να είναι
αλεσμένο με ένα ξεφλουδισμένο ραπανάκι, ώστε τα ένζυμα του να μαλακώσουν το κρέας, και ότι η θερμοκρασία του ψαριού όταν σερβίρεται πρέπει να ταιριάζει με εκείνη του ρυζιού, ότι το κόκκινο ψάρι που σερβίρεται είναι το περισσότερο, με πολύ λίγο λευκό και ότι τα ψάρια με μπλε πλάτη δημιουργούν χάος.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, ο Γιου έχει μια δουλειά: ρύζι, ρύζι, ρύζι. Οκτώ ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, μαγειρεύει ρύζι σε ζωμούς νερού από σάκε και φύκια και στη συνέχεια χύνει τις κολλώδεις κυψέλες σε ειδικά δοχεία. Κάθε φορά, το ρύζι αφήνει πίδακες ατμού που τσιμπούν το πρόσωπό του. Ο θείος εξηγεί πως κάθε σπόρος ρυζιού είναι ένα μικρό κομμάτι από τα κόκαλα του Βούδα και πως, αν αφουγκραστείς, θα μπορέσεις να ακούσεις επτά πνεύματα να βουίζουν σε κάθε κόκκο.
Στα διαλείμματά του, ο Γιού παρακολουθεί τους σεφ στο μπροστινό μέρος να πιέζουν με τους αντίχειρες τους το ρύζι για το σούσι νιγκίρι, και στον ελεύθερο χρόνο του ασκείται με ένα βρεγμένο πανί.
Ψηλώνει τρεις πόντους μέχρι τα εικοστά πρώτα του γενέθλια και ο θείος του αγοράζει ένα σετ μαχαίρια για αριστερόχειρες από ανθρακούχο χάλυβα. «Αυτά τα μαχαίρια είναι μοναδικά», λέει ο θείος. «Σε μια πυρκαγιά, αν πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στις οικονομίες της οικογένειάς σου ή τα μαχαίρια, σώσε τα μαχαίρια».
Επιτρέπει τελικά στον Γιού να ετοιμάσει ψάρια και τα ψάρια μιλούν στον Γιού. Ακόμη και πολύ καιρό αφότου έχουν πιαστεί και πεθάνει. Ακόμη και αφού τεμαχιστούν, κοπούν σε κύβους και σε κυβάκια. Σε μια περίπτωση, ο Γιού ξεκινά να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι Ντέμπα** για να διαχωρίσει τη σπονδυλική στήλη από τη σάρκα ενός Αγιού (ένα ψάρι του γλυκού νερού που μοιάζει με το σολομό) και το Αγιού τον διορθώνει:
χρησιμοποιήστε τη ραχοκοκαλιά μου για να κάνεις σωστά το κόψιμο του λέει.
Το Αγιού έφτασε το πρωί. Μυρίζει καρπούζι και περιέχει αναμνήσεις νερού, αφρό φυσαλίδων, χαίτη από ποταμόχορτο. Το νερό σπρώχνεται από το λαιμό του και γεμίζει τους πνεύμονές του οξυγόνο.
«Ευχαριστώ», λέει ο Γιού.
είσαι άσχημος, λέει ο Αγιού.
«Το ίδιο κι εσύ».
«Σε ποιον μιλάς;» λέει ο Κοσούκε, ένας από τους νεότερους σεφ, σχεδόν τόσο νέος όσο ο Γιού.
Στέκεται στον πάγκο δίπλα στον Γιού, ξεφλουδίζει μια κίτρινη ουρά, τοποθετεί ένα βρεγμένο πανί κάτω από το ψάρι για να μην του γλιστρήσει.
«Με το ψάρι», λέει ο Γιού. «Η ομιλία το ηρεμεί».
Ο Κοσούκε διατηρεί το τριχωτό της κεφαλής του λείο. Ο θείος λέει ότι έχει ένα κλασικό γιαπωνέζικο κεφάλι – μικρό πάνω και χοντρό από κάτω, σαν νεροκολοκύθα. Το Σκάλερ*** του σκίζει την κίτρινη ουρά και τα ημιδιαφανή μισοφέγγαρα γεμίζουν υγρά τον πάγκο.
«Κι εγώ μιλάω στον σκύλο μου», λέει. «Του λέω να σταματήσει να γαβγίζει. Ξέρεις τι μου λέει;»
«Τι;»
«Δεν μπορείς να μιλάς σε σκύλο. Σκάσε λοιπόν».
*πρόκειται για την Βόλφια, το μικρότερο ανθοφόρο φυτό του κόσμου που λέγεται και νεράλευρο ή παπιόχορτο
** ένα βαρύ μαχαίρι με μήκος λεπίδας 12-15 εκατοστά
*** κοντό μαχαίρι καθαρισμού ψαριών με λάμα από ατσάλι
Τα Eyelands Book Awards είναι ο μοναδικός διεθνής λογοτεχνικός διαγωνισμός βιβλίου με έδρα την Ελλάδα. Ξεκίνησε το 2018, θεωρείται πλέον από τους πιο έγκυρους διαγωνισμούς βιβλίου που υπάρχουν στον κόσμο, συγκεντρώνοντας συμμετοχές από κάθε γωνιά του πλανήτη. Το μεγάλο βραβείο για την κατηγορία των βιβλίων που έχουν εκδοθεί είναι 5ημερη παραμονή στην Αθήνα ενώ για τα βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί το βραβείο είναι η μετάφρασή τους στα ελληνικά και η έκδοσή τους από τις Παράξενες Μέρες. Από το 2024 θεσμοθετήθηκε ένα ακόμη βραβείο το Writers’ choice Award όπου οι ίδιοι οι βραβευμένοι συγγραφείς ψηφίζουν για το καλύτερο βιβλίο.
Περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ: https://eyelandsawards.com/
Μετάφραση: Γρηγόρης Παπαδογιάννης

