Το eyelands.gr ολοκληρώνει την παρουσίαση των κειμένων από βιβλία που βραβεύτηκαν στον διεθνή διαγωνισμό Eyelands Book Awards για το 2024.
Με δύο διηγήματα από τη συλλογή «Little Fortified Stories» της Μπάρμπαρα Μπλακ η οποία κέρδισε το μεγάλο βραβείο στην κατηγορία των βιβλίων που έχουν εκδοθεί.
GRAND PRIZE WINNER – PUBLISHED
/short stories/
Little Fortified Stories – Barbara Black /Canada
Η Μπάρμπαρα Μπλακ γράφει μικρά και πολύ μικρά διηγήματα, ποίηση και λιμπρέτα. Το έργο της έχει δημοσιευτεί σε πολλές εκδόσεις και ανθολογίες, συμπεριλαμβανομένων των The Cincinnati Review, Geist, The Hong Kong Review και Bath Flash Fiction Award 2020. Τα επιτεύγματά της περιλαμβάνουν: Φιναλίστ στα National Magazine Awards του Καναδά το 2020, και νικήτρια, Διαγωνισμό Διηγήματος της Ένωσης Συγγραφέων του Καναδά το 2017. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο Flash Fiction του Εδιμβούργου 2023 και κέρδισε το πρώτο Βραβείο στον Διαγωνισμό Microfiction στα The Plaza Prizes και το δεύτερο στην κατηγορία Flash Fiction. Το πρώτο της βιβλίο, «Music from a Strange Planet», πήρε το λογοτεχνικό βραβείο της Sunshine Coast Writers and της Editors Society το 2023, ενώ ήταν φιναλίστ στα Βραβεία The Canadian Book Club και κέρδισε το διεθνές Βραβείο Wishing Shelf Book Award for Fiction. Το τελευταίο της βιβλίο, το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Firebird Book Award for Short Story 2024, είναι το Little Fortified Stories, μια συλλογή μικρών διηγημάτων. Η Μπάρμπαρα ζει στη Βικτώρια της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, όπου ασχολείται με τον κήπο και λατρεύει να οδηγεί στις στροφές με την πιστή της Triumph μοτοσικλέτα.
Απόσπασμα από τις «Μικρές Οχυρωμένες Ιστορίες». Με την ευγενική άδεια του εκδοτικού οίκου Caitlin Press 2024/ Έργο τέχνης: Cloud, Kim Dingle, 1999
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
Ήταν εξωγήινη ή θεϊκή; Την πήγαν στον Αιδεσιμότατο Σκατς. Αυτός έκανε βιαστικά το σταυρό του. Να την λούζεις με γάλα και αγιασμό καθημερινά και να την κρατάς μακριά από όλους τους ανέμους. Δεν συμμερίστηκαν τους φόβους του. Με τη διαφορετικότητά της, η κόρη τους προκαλούσε ανησυχία, αλλά απέπνεε μόνο αγάπη. Ήταν το μικρό τους φυλαχτό, ένα θεϊκό χωρατό, ένα γέλιο που ερχόταν από ψηλά σαν τους σωρείτες. Αυτό που τους έλειπε όλο αυτό το διάστημα. Η Μπάνι* κατέφθασε στην περιοχή τους μέσα σε μια χιονοθύελλα. Πάλλευκη γεμάτη νιφάδες και με μαύρα λουστρινένια παπούτσια, κάλτσες με βολάν και μια πλάτη γεμάτη χιονισμένα μπλε φτερά. Ο βόρειος άνεμος την έσπρωχνε μπροστά, με τα χέρια τεντωμένα προς τις πολικές περιοχές από όπου ήρθε. Προσγειώθηκε στο χιόνι που έφτανε το ένα μέτρο στο μπροστινό γκαζόν. Την μάζεψαν σε ένα σάλι και την μετέφεραν στο τζάκι για να ζεσταθεί. Όχι! φώναξε. Όχι φωτιά! Έβγαλαν το σάλι και την μετέφεραν στην πολυθρόνα. Μαμάπαπα, λιώνω, φώναξε, ενώ σταγόνες έπεφταν στα λουστρινένια παπούτσια της. Την άνοιξη της έφτιαξαν ένα παγωμένο σπιτάκι παιδότοπο. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν το μόνο ζεστό πράγμα εκεί μέσα. Γρήγορα δημιουργήθηκε μια ουρά από παιδιά που ήθελαν να παίξουν εκεί, έρχονταν και έφευγαν και, αποκαμωμένα από την προσπάθεια να φυσούν τα δάχτυλά τους για να ζεσταθούν, εξαφανίζονταν σαν παγοκρύσταλλοι σε αργό λιώσιμο, μέχρι που δεν υπήρχαν πια άλλα. Μια μέρα, κάτι αγόρια ήρθαν φωνάζοντας και πέταξαν δάδες. Το παιδικό σπιτάκι έγινε κάρβουνο. Η άνοιξη έδωσε τη θέση της στο καλοκαίρι. Όλα μαράθηκαν και έλιωσαν. Τα παιδιά της γειτονιάς έτρεχαν στριγκλίζοντας ανάμεσα στα ποτιστικά. Οι πρασιές πήραν καφετιά απόχρωση από τον ήλιο που έκαιγε. Το κορίτσι τους στεκόταν μπροστά στο παράθυρο κάτω από το κλιματιστικό, πολύ τρομαγμένο για να βγει έξω. Κάποτε την έπιασαν να περνάει τα δάχτυλά της μέσα από τη φλόγα του γκαζιού.
Ρώτησε αν η φωτιά ήταν ο τρόπος να βρει φίλους. Μετά από εκείνο το πολύ ζεστό καλοκαίρι, μετακόμισαν προς τα βόρεια. Η Μπάνι ένιωθε υπέροχα σε αυτό το κλίμα, με τα μπλε κοφτερά και ψυχρά σαν ζαφείρια μάτια της να παρατηρούν τον παραμικρό κυματισμό της δροσερής γης, φωνάζοντας, Μαμάπαπα, κοίτα! Δεν ήταν ένα μοναχικό παιδί, δεν ήταν ένα μοναχοπαίδι, ήταν ένα παιδί όπως όλα, πρόσεχε κάθε πτυχή του κόσμου της: έψαχνε μπλε πουλιά στα λιβάδια, περπατούσε ξυπόλητη στο ρυάκι, έτρεχε στα μυστηριώδη δάση πέρα από τα χωράφια. Ίσως την άφηναν να περιπλανιέται πολύ μακριά από το σπίτι. Όταν έκανε πολύ κρύο έξω, η Μπάνι φορούσε τα λαμπερά μαύρα παπούτσια της και χόρευε για ώρες στο υπόγειο. Ταπ-ταπ: ο ήχος της ευτυχίας.
Οι γονείς της παρακολουθούσαν τα νέα από τον έξω κόσμο, κρύβοντας την ανησυχία τους που μεγάλωνε για την κατάσταση των πραγμάτων. Ξαφνικές πλημμύρες, ξηρασίες, χιονοθύελλες, καύσωνες, τυφώνες. Ένιωθαν ασφαλείς στο μακρινό βόρειο αγρόκτημά τους και η Μπάνι ήταν ευτυχισμένη. Αλλά μερικές φορές στεκόταν για ώρες στο μεγάλο τζάμι, κοιτάζοντας. Ένα βράδυ στο τραπέζι ρώτησε, Μαμάπαπα, είναι αυτό το πραγματικό μου σπίτι; Κοιτάχτηκαν με τα μάτια ορθάνοιχτα έτσι όπως κάθονταν αντικριστά το τραπέζι και είπαν «Μα φυσικά, φυσικά!» και μετά έμειναν σε μια αμήχανη σιωπή.
Τον Ιούλιο, μια καυτή ανάσα ανέβηκε από τη γη. Ένας ήχος σαν το άπειρο που διαπερνούσε μια σήραγγα: εκατοντάδες στρέμματα δάσους καίγονταν πλησιάζοντας προς το αγρόκτημα. Ο βόρειος άνεμος άνοιγε δρόμο τα ξεραμένα βόρεια δάση καταβροχθίζοντας τα δέντρα, μαυρίζοντας τον αέρα. Είδαν την Μπάνι στην άκρη του χωραφιού και την φώναξαν σπίτι. Έμεινε αποσβολωμένη καθώς η πανύψηλη στήλη καπνού προχωρούσε. Όρμησαν έξω από την πόρτα, παίρνοντας το δρόμο για τον λόφο, ουρλιάζοντας της να επιστρέψει. Γιατί έτρεχε προς τη φωτιά; Το κοκκινομάλλικο κορίτσι εξαφανίστηκε σε έναν τοίχο από φλόγες. Βρήκαν ένα μαυρισμένο λουστρινένιο παπούτσι.
Οι ακτίνες του ήλιου περνούν μέσα από το παράθυρο. Λατρεύουν τις μέρες που χνουδωτά σύννεφα υψώνονται στον ορίζοντα και το χιόνι λάμπει με ένα απόκοσμο μπλε χρώμα το σούρουπο. Κάθε Σάββατο βράδυ φορούν τα κουμπωτά τους μαύρα λουστρίνια και χορεύουν μαζί τρελά μέχρι που ο ήλιος δύει και το σπίτι παγώνει υπέροχα.
* Bunnykins στο πρωτότυπο: Αναφορά σε μια αγαπημένη για πολλές δεκαετίες συλλογή από κεραμικά επιτραπέζια σκεύη για παιδικά δωμάτια. Τα σχέδια της σειράς απεικονίζουν ανθρωποποιημένα λαγουδάκια ή «κουνελάκια» και αναπαριστούν εύθυμες σκηνές της αγγλικής υπαίθρου. Οι πρωτότυπες εικονογραφήσεις για τη συλλογή δημιουργήθηκαν από την αδελφή Mary Barbara Bailey τη δεκαετία του 1930 και η σειρά εξακολουθεί να αποτελεί ένα αγαπημένο δώρο για γεννήσεις, γενέθλια και βαφτίσεις. Ήταν εμπνευσμένη από τις ιστορίες της Beatrix Potter (1866-1943) γνωστή για τις ιστορίες της με ήρωες ζώα, όπως ο Πίτερ Ράμπιτ.
ΤΟ ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Γιατί δεν υπάρχει θεός για τα ατίθασα μαλλιά; γκρίνιαξε η Μέδουσα.
Η κομμώτριά της επέμενε ότι υπήρχε ήδη ένας θεός: ο Δίας. Αυτός ήταν «για όλα». Ο Θεός είναι μια υποδοχή, είπε, μπορείς να τοποθετήσεις την καρδιά σου
μέσα, και να χτενίσεις τα φίδια με μια λαστιχένια τσουγκράνα. Η Μέδουσα φώναξε λαχανιασμένη, «Μπορώ να σου πω τι είδους υποδοχή,» και τα φίδια έκαναν έναν χορό της κοιλιάς πάνω στο κεφάλι της.
Η μόνη διαφορά μεταξύ των μαλλιών σου και των δικών μου είναι ότι τα δικά σου είναι ζωντανά, είπε, η σκλάβα που ήταν υπεύθυνη για την κόμμωση της, απευθυνόμενη στο λιγότερο επικίνδυνο πίσω μέρος του κεφαλιού της Μέδουσας.
… και πλέκονται μόνα τους! αστειεύτηκε η Μέδουσα. Πάρε αυτό, καλή μου δεσποινίς Αφροδίτη.
Το κομμωτήριο ήταν γεμάτο καθρέφτες από πάνω μέχρι κάτω. Παντού όπου οι κομμώτριες ή οι πελάτες κοίταζαν, έβλεπαν τη Μέδουσα σε διπλή ή σε τριπλή εκδοχή, αλλά ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο. Το να μην σου ρίχνουν ποτέ ούτε μια ματιά ήταν χειρότερη μοίρα από την ασχήμια.
Ψηλά πάνω, ο Δίας παρακολουθούσε τη συζήτηση της Μέδουσας. Ο Δίας είχε μυαλό σαν ψαλίδι: μισάνοιχτο, μισόκλειστο, που έψαχνε τις εύθραυστες μοίρες των θνητών με κάθε ιδιοτροπία που έφερναν οι άνεμοι. Ο Δίας ήταν παρορμητικός. Η Μέδουσα όχι. Σε καθημερινή βάση έπρεπε να σχεδιάζει κάθε της κίνηση.
Πέρασαν χρόνια. Πολλά δέρματα φιδιών ήρθαν και παρήλθαν. Ο χρόνος κύλησε σαν τρελός εκατόνταρχος αποφασισμένος για τη νίκη, όταν η νίκη δεν ήταν πλέον δυνατή.
Ήταν μια ξερή καλοκαιρινή νύχτα. Τα φίδια, που γερνούσαν με τον ξενιστή τους, κοιμόντουσαν κουλουριασμένα σε ένα ελικοειδή κότσο πάνω στο κεφάλι της Μέδουσας. Κατά μήκος των τοίχων της κρεβατοκάμαράς της, οι πέτρινες φιγούρες των πολλών πρώην εραστών της αγρυπνούσαν, με τα πρόσωπα παγωμένα από τρόμο.
Γιατί πρέπει να υποφέρω δεκαετίες μακριών κακοφτιαγμένων μαλλιών; παραπονέθηκε η Μέδουσα.
Ο άνεμος της ερήμου έβγαζε την καυτή του ανάσα μέσα από το παράθυρό της.
Συχνά της μιλούσε με αυτόν τον τρόπο. Ένας συριστικός ψίθυρος, όχι διαφορετικός από την «κουβέντα του φιδιού».
Μια καρδιά αρουραίου, ένα αυγό. Μια καρδιά αρουραίου, ένα αυγό. Μια γραμμή από το υπνοδωμάτιό της έξω από την μπροστινή πόρτα. Ξάπλωσε στο δροσερό πλακάκι.
Περίμενε. Τα φίδια γλιστρούσαν από το κεφάλι της σαν τις κομμένες γλώσσες εκείνων που αψήφησαν τους θεούς. Ήταν τόσο εύκολο. Δεν είχε ποτέ σκεφτεί την ελευθερία τους. Μόνο τη δική της δυστυχία. Καταλάβαινε τώρα πώς τα μαλλιά ήταν ματαιοδοξία. Η ελαφρότητα του τριχωτού της κεφαλής της ήταν σαν ουρανός που καθόταν στο δέρμα.
Έκλεισε τα μάτια της. Κατέβαινε ξανά στη θάλασσα, στο «νησί του Σαρπηδόνα*», όπου τα κύματα κινούνταν πέρα δώθε, νωχελικά, σαν επιθυμία.
*αναφορά στον μυθικό γιο του Δία και της Λαοδάμειας, ο οποίος σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο στον Τρωικό Πόλεμο
EYELANDS BOOK AWARDS
Πρόκειται για τον μοναδικό διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό βιβλίου με έδρα την Ελλάδα. Ξεκίνησε το 2018, θεωρείται πλέον από τους πιο έγκυρους διαγωνισμούς με αντικείμενο το βιβλίο που υπάρχουν στον κόσμο, συγκεντρώνοντας συμμετοχές από κάθε γωνιά του πλανήτη. Το μεγάλο βραβείο για την κατηγορία των βιβλίων που έχουν εκδοθεί είναι 5ημερη παραμονή στην Αθήνα ενώ για τα βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί το βραβείο είναι η μετάφρασή τους στα ελληνικά και η έκδοσή τους από τις Παράξενες Μέρες. Από το 2024 θεσμοθετήθηκε ένα ακόμη βραβείο το Writers’ choice Award όπου οι ίδιοι οι βραβευμένοι συγγραφείς ψηφίζουν για το καλύτερο βιβλίο.
Περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ: https://eyelandsawards.com/


