Το eyelands συνεχίζει τις δημοσιεύσεις των διηγημάτων που διακρίθηκαν με την «επιλογή eyelands» στον 5ο διεθνή διαγωνισμό.
Θα υπάρχει μια ανάρτηση διηγήματος από την επιλογή κάθε δυο εβδομάδες. Οι δημοσιεύσεις. Θα ολοκληρωθούν μέσα στο καλοκαίρι.
Τα διηγήματα αυτά, μαζί με τα πρώτα βραβεία από το ελληνικό και το διεθνές τμήμα που θα δημοσιευθούν στο τέλος είναι τα μόνα από το διαγωνισμό που θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα.
Δεν θα επέλεγε να το διαβάσει μπροστά της αν δεν τον είχε αιφνιδιάσει. Είχε μπει στο γραφείο του αθόρυβα, αλλά με φόρα –όπως παλιά. Είχε αφήσει τα χαρτιά μπροστά του και τον είχε κοιτάξει. Τίποτε παραπάνω.
Εγκλωβισμένος, ο άντρας, έβαλε τις σελίδες στη σειρά και ξεκίνησε το διάβασμα.
«Τον κίτρινο ουρανό δεν τον άντεχε. Όταν σήκωνε το κεφάλι της ψηλά ζαλιζόταν αμέσως, ένα περίεργο ανακάτεμα την τάραζε, κρατούσε το στομάχι της και περίμενε. Να περάσει. Όλα περνάνε.
Μόνο η αίσθηση της ασφυξίας δεν περνάει.
Είχε σηκωθεί από το μεταλλικό στρώμα στο οποίο μοιράζονταν την αναμφισβήτητη αυτή πηγή ενέργειας, τον ύπνο: ανοικτά μάτια καρφωμένα σε ένα ταβάνι από νίκελ, πέντε ώρες χρονομετρημένες με ακρίβεια. Είχε υπολογιστεί ότι τόσες χρειάζονταν για να έχουν τη μέγιστη απόδοση. Έπειτα, σηκώνονταν και κοίταζαν μέσα από τη διαφανή ασπίδα προστασίας τι ουρανός τους είχε ξημερώσει πάλι. Κόκκινος, ροζ, πορτοκαλής, καφέ, κίτρινος. Ποτέ μαύρος, ποτέ άσπρος, ποτέ ασφαλής. Και σίγουρα όχι μπλε, γαλάζιος, όπως το έλεγαν το πιο απειλητικό χρώμα..
Είχε σηκωθεί τον είχε κοιτάξει και είχε αποφασίσει.
Η ανώνυμη γυναίκα είχε αντιμετωπίσει τον ανώνυμο άνδρα.
«Δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Εκείνος έκανε να της δώσει τον αναπνευστήρα που φύλαγε πάντα στο σιδερένιο σύνολο με τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά η γυναίκα τον σταμάτησε.
«Εσύ με εμποδίζεις να αναπνεύσω, μου στερείς το οξυγόνο».
Την κοίταξε-δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει. Η λέξη οξυγόνο δεν του έλεγε τίποτε. Ο αέρας ήταν ενιαίος και σίγουρα ο αναπνευστήρας βοηθούσε σε στιγμές αδυναμίας.
Την είδε να φοράει άχρωμο γούνινο παντελόνι, άχρωμο γούνινο σακάκι, και διαφανή σανδάλια, αλλά δεν τη σταμάτησε.
Η ανώνυμη γυναίκα βγήκε από το άνετο υπερυψωμένο στέγαστρο με ένα μικρό άλμα και κοίταξε τον ουρανό. Μακάρι να ήταν διαφορετικός. Τουλάχιστον εκείνη τη χρονική στιγμή. Όχι κίτρινος. Το χρώμα που έπαιρναν όλοι οι ανώνυμοι όταν αρρώσταιναν, εκείνο που τους οδηγούσε στην τελική απομόνωση.
Πήρε να κατεβαίνει τη μεγάλη λευκή μαρμάρινη λεωφόρο. Δεν ήταν όλοι οι δρόμοι έτσι, υπήρχαν και κάποιοι ρετρό καλυμμένοι με γκρίζα σκόνη αλλά όχι στη δικιά τους πόλη. Θα έπρεπε να ταξιδέψει πολύ η ανώνυμη για να τους συναντήσει. Ανέφικτο. Στην ανώνυμη πόλη δεν επιτρέπονταν οι άσκοπες μετακινήσεις.
Θα περπατούσε. Ας ήταν δύσκολο. Ας ήταν ασυνήθιστο. Οι ανώνυμοι μετακινούνταν με τα ηλεκτρικά τους οχήματα, αντιστοιχούσε από ένα στον καθένα τους και έτσι όταν έβγαιναν όλοι μαζί –κάτι που συνηθιζόταν την ώρα μετά την αφύπνιση και πριν την έναρξη της δημιουργικής ενασχόλησης συντήρησης- αναρίθμητες κουκκίδες, σωστό μελίσσι πλημμύριζαν τους μαρμάρινους δρόμους.
Χωρίς πολλή σκέψη αποφάσισε να τρέξει- έτσι θα έφτανε πιο γρήγορα στον προορισμό της. Δεν ήταν σίγουρη πώς γίνεται, οι ανώνυμοι δεν έτρεχαν, η σπατάλη ενέργειας ταυτιζόταν με την ηλιθιότητα. Η εκγύμναση του σώματος αποτελούσε παρωχημένη αξία, είχε υποκατασταθεί από τη χρήση μηχανημάτων κατά τη διάρκεια του ύπνου ή την κατανάλωση ειδικών σκευασμάτων. Οτιδήποτε προκαλούσε κούραση δεν είχε θέση στην καθημερινότητά τους.
Ξεκίνησε πρώτα σηκώνοντας το δεξί πέλμα, έπειτα το αριστερό και πάλι από την αρχή. Σε λίγο, και αφού σκόνταψε κάποιες φορές, αποφεύγοντας όμως την πρόσκρουση με το γυαλιστερό οδόστρωμα, απέκτησε το δικό της ρυθμό. Ένα, δύο, τρία.. Και πάλι από την αρχή. Μετρούσε και ξανάρχιζε, πάλι και πάλι. Δε γνώριζε άλλους αριθμούς. Οι αριθμοί, το μέτρημα, δεν αποτελούσαν πια αναγκαιότητα- γνώριζε για την ύπαρξή τους μέσα από την ιστορία και την περιορισμένη διδασκαλία της. Όσο λιγότερα ήξεραν για το παρελθόν τόσο το καλύτερο για το παρόν και το μέλλον των ανώνυμων, οι διαχωριστικές γραμμές ήταν περιττές.
Ο πόνος στη γάμπα παραλίγο να τη ρίξει κάτω. Οξύς και αναπάντεχος. Δεν είχε διαβάσει γι’αυτόν. Τις ώρες που κλεισμένη στο μεταλλικού τύπου γραφείο της προσπαθούσε να μάθει κάτι παραπάνω για την αρχή των πάντων λίγα ήταν τελικά εκείνα που κατόρθωνε να συγκρατήσει, οι διαθέσιμες πληροφορίες ήταν περιορισμένες.
Γονάτισε στο οδόστρωμα. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα οι ανώνυμοι βρίσκονταν ακόμη σε εσωτερικούς χώρους, διαφορετικά τα μεταλλικά τους οχήματα θα την είχαν πάρει σβάρνα- έτρεχαν, δε γνώριζαν φρένο, ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους.
Το σανδάλι της είχε ξεκουμπωθεί, τα πόδια της έμοιαζαν πρησμένα και κάποιες σταγόνες υγρού έτρεχαν στο λαιμό της. Δεν επέτρεψε στον εαυτό της να φοβηθεί. Χωρίς να καταφέρει να φτιάξει το πέδιλό της σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να συνεχίσει. Στιγμιαία κοίταξε γύρω της. Ο κίτρινος ουρανός είχε ήδη αρχίσει να σκουραίνει, έπαιρνε σιγά αλλά σταθερά το χρώμα ενός πολυβρασμένου αυγού. Δεν της έμενε πολύ χρόνος.
Δε θα μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα έτρεχε ήδη αλλά αντιλαμβανόταν ότι είχε απομακρυνθεί από το χώρο στέγασής της, η λεωφόρος σα να είχε στενέψει και δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν μόνη της. Έφταιγε η περασμένη ώρα- με την αλλαγή του χρώματος του ουρανού οι ανώνυμοι αντιλαμβάνονταν ότι θα έπρεπε να προφυλαχτούν: να γυρίσουν πίσω, να μετακινηθούν με τα οχήματά τους, τα θωρακισμένα απέναντι στην επικίνδυνη χρωματική αντανάκλαση ή να κλειστούν σε οποιαδήποτε κλειστό χώρο που θα λειτουργούσε σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στο χρώμα. Η αλλαγή του χρώματος στον ουρανό σήμαινε φαγούρα, εφίδρωση, δύσπνοια, λιποθυμία και όχι απαραίτητα με την ίδια σειρά. Όλα εξαρτιόνταν από τη φυσική κατάσταση του κάθε ανώνυμου, από το πόσο πρόσεχε τη διατροφή του, από το πόσο απέφευγε την έκθεση στο χρώμα γενικότερα.
Εκείνη όμως έτρεχε χωρίς να υπολογίζει το χρόνο, την ανατολή και τη δύση του ανύπαρκτου ήλιου, την εναλλαγή των χρωμάτων που ήταν γνωστά για τις βασανιστικές τους ιδιότητες. Ο κανόνας ήταν γνωστός στους ανώνυμους και αδιαμφισβήτητος όσο και το γεγονός ότι ζούσαν σε έναν εξελιγμένο κόσμο: την ώρα της αλλαγής του χρώματος του ουρανού όλες οι εξωτερικές δραστηριότητες θα έπρεπε να έχουν σταματήσει. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα περιοριστικό: οι ανώνυμοι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα μέσα στους κλειστούς χώρους- ή σχεδόν τα πάντα.
Η ανώνυμη γυναίκα συνέχιζε να τρέχει με πληγιασμένα πόδια. Κοιτούσε κάτω αλλά ένιωθε τον ουρανό να αλλάζει, θα πρέπει να είχε ήδη γίνει πορτοκαλής, να προχωρούσε με ταχύτητα προς το καφέ χρώμα.
Έπρεπε να προλάβει, αλλά δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε, μάλλον δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν θα ανακάλυπτε αυτό που αναζητούσε. Είχε ακούσει ιστορίες-πριν τον περιορισμό της κυκλοφορίας πολλοί ήταν εκείνοι που μιλούσαν για την ύπαρξή της, για το χρώμα της που το έπαιρνε από έναν ουρανό που δεν άλλαζε. Εκεί, έλεγαν, πέρα από τα γνωστά σύνορα, εκεί που δεν υπήρχε τροφή, εκεί που οι ανώνυμοι δε θα μπορούσαν να αναπνεύσουν λόγω του τοξικού γαλάζιου θόλου, υπήρχε νερό, νερό που κινιόταν, ερχόταν κι έφευγε, νερό δίχως όρια.
Η ανώνυμη γυναίκα έτρεχε να το ανακαλύψει. Γεμάτη ιδρώτα- για πρώτη φορά όσο τη βοηθούσε η μνήμη της- έτρεχε όλο και πιο γρήγορα, πίεζε στα όρια το ασυνήθιστο σώμα της. Η ζωή των ανώνυμων ήταν ομοιόμορφη, προγραμματισμένη και ανώδυνη. Τα χρώματα άλλαζαν στον ουρανό αλλά εκείνοι κρύβονταν στις εστίες τους για να μην τα δουν, να μην επηρεαστούν, να μη δυσκολευτούν να αναπνεύσουν. Το νερό ήταν μία λέξη από τα παλιά-υπήρχε βέβαια, σε περιορισμένες ποσότητες εδώ κι εκεί, αλλά η χρησιμότητά του για την επιβίωση ή την καθαριότητα είχε εκλείψει ενώ δεν ετίθετο θέμα για αξιοποίησή του για λόγους αναψυχής.
Σταδιακά το ένιωθε όλο και πιο δύσκολο να κατευθύνει τα πόδια της. Είχαν μετατραπεί σε βαρίδια που ξέφευγαν από τον έλεγχό της και δε γνώριζε πώς να τα αντιμετωπίσει. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και μετά το σώμα της λύγισε στα δύο, αφέθηκε να πέσει αργά, στα γόνατα, κάτω. Το οδόστρωμα ήτανε κρύο και το σώμα της κουλουριάστηκε από μόνο του σε θέση άμυνας. Δεν ήταν τόσο η επαφή με το ψυχρό που την ξάφνιασε όσο το ότι κατάφερε να το νιώσει- οι ανώνυμοι, ως γνωστόν, ντυμένοι δε γνώριζαν ποτέ κρύο. Τόλμησε να κοιτάξει και πάλι ψηλά. Ο ουρανός ήτανε μωβ, το δεύτερο πιο επώδυνο χρώμα μετά το γαλάζιο. Η ανώνυμη γυναίκα κατέβασε το κεφάλι και σύρθηκε με τα γόνατα στο οδόστρωμα. Είχε ελπίσει ότι θα έβλεπε το γαλάζιο νερό, τη θάλασσα, όπως την έλεγαν οι αρχαίοι, όλα εκείνα που βρίσκονταν έξω από την πόλη, εκεί όπου θα αντιμετώπιζε απροστάτευτη την έκθεση στο μεταλλασσόμενο ουρανό και θα κινδύνευε από τη δύσπνοια και την πιθανή καρδιακή ανακοπή. Είχε ρισκάρει τη μόνιμη απώλεια της αναπνευστικής της ικανότητας για να ξεφύγει από το συνηθισμένο, την προκαθορισμένη πραγματικότητα.
Στα γόνατα όπως παρέμενε, κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχαν κτίρια, δεν υπήρχε βλάστηση, όλα ήταν γκρίζα, καλύπτονταν από μαύρη σκόνη. Η ανώνυμη γυναίκα αποπειράθηκε να χαμογελάσει στον εαυτό της: τελικά η έξοδος από την πόλη δεν είχε αποδειχτεί και τόσο δύσκολη. Μία έντονη πίεση στο στήθος την έκανε να πάρει πίσω το χαμόγελό της, αντιλήφθηκε ότι τα συμπτώματα είχαν ξεκινήσει. Πόνος, δύσπνοια, η αίσθηση ότι θα σκάσει. Πίεσε το σώμα της να αντισταθεί μένοντας ακίνητη για μερικά λεπτά με τα μάτια κλειστά αντίθετα από τις συνήθειες των ανώνυμων ανθρώπων. Αναλογίστηκε το παρόν της με τον ανώνυμο άνδρα: άχρωμο και επαναλαμβανόμενο, μεταλλικά σκληρό. Το μέταλλο σαν αντίδοτο απέναντι στο χρώμα και τους κινδύνους που εγκυμονούσε κυριαρχούσε, δεν επέτρεπε ευαισθησίες και επικοινωνία ανάμεσα στα ζεύγη των ανώνυμων. Ζούσαν σε ζευγάρια για λόγους επιβίωσης, η μοναξιά είχε κριθεί ιδιαιτέρως επικίνδυνη. Πώς θα του φαινόταν αν ήξερε το εγχείρημά της; Δε θα το υποψιαζόταν και δε θα το πίστευε, εξάλλου δε θα το μάθαινε.
Η πίεση στο στήθος σα να μαλάκωσε-μπορεί να ήταν και ιδέα της. Σηκώθηκε όρθια με κόπο, σταθεροποίησε τον κορμό της και προτού κοιτάξει οπουδήποτε αλλού έριξε μια ματιά στα πόδια της. Έτρεχαν κόκκινο υγρό, απόδειξη ότι μπορούσαν και οι ανώνυμοι να λαβωθούν, και, το κυριότερο, πονούσαν. Έβγαλε τα πόδια από τα πέδιλα και ένιωσε για πρώτη φορά την επαφή με το έδαφος. Στη συνέχεια αποπειράθηκε να κάνει μερικά βήματα- ναι, ήταν δυνατόν. Σήκωσε τότε διστακτικά το κεφάλι στον ουρανό. Τα μάτια της πόνεσαν από το χρώμα, το σώμα της όμως ανατρίχιασε: Ο ουρανός δεν ήταν μωβ όπως περίμενε- ή μάλλον στην αρχή ήταν αλλά όσο συνέχιζε να τον κοιτάει άρχιζε να ξανοίγει, να γίνεται λιγότερο σκούρος, κι εκεί, στο βάθος του ορίζοντα – ναι ήταν αλήθεια- γαλάζιος. Τη στιγμή εκείνη η ανώνυμη γυναίκα κατάλαβε ότι δε θα γυρνούσε πίσω: θα συνέχιζε να περπατάει, να τρέχει κάποτε – όσο θα άντεχε- να κυνηγάει να φτάσει στο βάθος του ορίζοντα και ίσως τότε να συναντούσε τη θάλασσα..».
Ο άνδρας σταμάτησε το διάβασμα, άφησε τα χαρτιά να πέσουν ανάκατα στο τραπέζι, και κοίταξε τη γυναίκα.
«Διόλου δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις με αυτή την ιστορία.. ».
Η γυναίκα κοίταξε τα παπούτσια του. Δεν μπόρεσε να κρατήσει το βλέμμα της παρά μερικά δευτερόλεπτα.…. Ήτανε γαλάζια, μυτερά, σχεδόν επιθετικά.
«..Ίσως αν συνέχιζες το μυθιστόρημά σου, θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε κάποιες δυνατότητες έκδοσης… » συνέχισε ο άνδρας, «..αλλά θα χρειαστεί και πάλι να συνεισφέρεις οικονομικά….».
Στην εποχή της ένδειας η γυναίκα δεν αντέδρασε.
Ο άντρας συνέχισε σα να είχε σκεφτεί κάτι καινούριο.
«Γιατί δε γράφεις κάτι ρομαντικό. Στην Ελλάδα δεν έχει μέλλον η φανταστική λογοτεχνία..»
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. Ήταν σίγουρη ότι την ειρωνευόταν. Να έγραφε για αγάπες και λουλούδια, το δικό τους έρωτα που δεν ήταν παρά σεξ και σιωπή. Θα έπρεπε να είχε φανεί πιο έξυπνη, να μην τον είχε αφήσει τόσο νωρίς, να είχε ανεχτεί την κλιμακούμενη ψυχρότητά του, τη μεταλλική σα σίδερο. Την είχε αναγκάσει να τον αφήσει- τον είχε απαλλάξει από την παρουσία της αλλά με αυτή την ιστορία είχε ελπίσει πως υπήρχε ακόμη μέλλον. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να συνεργαστούν στην έκδοση του περιοδικού, θα έκαναν πολλά μαζί, θα χρωμάτιζαν ακόμη και τον κόσμο, θα….
«Τότε δυστυχώς….» Ο άνδρας είχε μιλήσει και η σκέψη στο μυαλό της είχε μείνει μετέωρη- εξάλλου δε θα έβρισκε αποδέκτη, εκείνος ήταν αλλού.
Η γυναίκα κοίταξε τα γυαλιά του.
Έπειτα σηκώθηκε από το κάθισμά της, φόρεσε την ξεβαμμένη καπαρντίνα και κατευθύνθηκε στην έξοδο.
Ο άνδρας τη σταμάτησε.
Στιγμιαία νόμισε ότι κάτι θα άλλαζε. Τον κοίταξε. Παραλίγο να χαμογελάσει.
«Ωραίο πανωφόρι….…», και μετά σαν κάτι να θυμήθηκε «δε νομίζω να είναι δικό μου δώρο..».
Η γυναίκα δεν έδωσε καμία απάντηση.
«.Απορώ όμως…. Τι το θες με αυτό τον καιρό….»
Τον κοίταξε πάλι, χωρίς να αναθαρρήσει.
«Και… .τι χρώμα είναι πάλι αυτό…..»
«Άχρωμο», του απάντησε, «είναι άχρωμο».
Και με αυτή τη φράση άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στον καυτό ήλιο. Η δύσπνοια που την κυρίευσε της έφερε πόνο στο στήθος αλλά προχώρησε με τόλμη στους 45ο υπό σκιά. Θα έπρεπε να είχε φανεί πιο δυνατή, θα έπρεπε να είχε τολμήσει να πάρει μαζί της, για παν ενδεχόμενο, τη μάσκα οξυγόνου και τη φιάλη μιας χρήσης. Τον τελευταίο καιρό οι κρίσεις είχαν γίνει πιο συχνές και απαιτούσαν δραστικά μέτρα, τα οποία εκείνη δίσταζε να αποδεχτεί, εξακολουθούσε να υπολογίζει τη γνώμη των άλλων, δεν ήθελε να νιώθει δακτυλοδεικτούμενη.
Θυμήθηκε ότι η καπαρντίνα είχε κουκούλα. Τη σήκωσε, κάλυψε το κεφάλι της, προστατευμένη έτσι κάπως από τον ήλιο ένιωσε τη σταθερότητα της αναπνοής να επανέρχεται. Ανακουφισμένη πήρε να βαδίζει στην έρημη λεωφόρο. Την πείραζε που εκείνος είχε απορρίψει το διήγημά της, αλλά θα έπρεπε να το είχε προβλέψει, εξάλλου η σχέση τους είχε περάσει σε άλλο στάδιο. Στην ανυπαρξία.
Συλλογίστηκε για λίγο τη γραμμή του χρόνου:
Παρελθόν. Ο χώρος όπου χάνονταν όλα τα περασμένα, τόσο που αναρωτιόταν αν πράγματι είχαν συμβεί ή αν αποτελούσαν και κείνα δημιουργήματα της φαντασίας της.
Μέλλον. Δεν ήξερε αν υπήρχε, πώς θα ήταν. Αχαρτογράφητο.
Παρόν. Η αίσθηση του μετέωρου.
Στο παρόν πήρε την απόφασή της.
Έβγαλε τα πέδιλά της και άρχισε να βαδίζει ξυπόλητη στην άσφαλτο. Η επαφή με το καυτό οδόστρωμα την ξάφνιασε αλλά δεν πτοήθηκε. Περπατούσε, επιτάχυνε, σε λίγο σχεδόν έτρεχε. Η θάλασσα δεν ήταν μακριά. Θα τη συναντούσε σύντομα. Θα έφτανε πεζή έστω κι αν αυτό σήμαινε να ματώσει τα πόδια της.
Όταν ο χρόνος σταμάτησε εκείνη πέταξε την καπαρντίνα της κάτω, σχεδόν την κλώτσησε. Μπήκε στο νερό με τα μάτια κλειστά. Όταν τα άνοιξε ο ουρανός ήταν κίτρινος. Τα ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές ώσπου να τον δει να γίνεται πάλι γαλάζιος. Τότε βούτηξε κρατώντας ώρα την αναπνοή της, ώσπου να νιώσει το στήθος της να χτυπάει με δύναμη. Πετάχτηκε έξω με φόρα με τα μάτια κλειστά. Σήκωσε το κεφάλι για να αντικρύσει έναν πορτοκαλή ουρανό. Αυτή τη φορά δεν έκανε πίσω, συνέχισε να τον κοιτάει να αλλάζει χρώματα, ήρεμη και ελεύθερη. Αύριο θα έστελνε το διήγημά της σε ένα διαδικτυακό περιοδικό, ίσως και να αποφάσιζαν τη δημοσίευσή του. Το σίγουρο ήταν ότι στο δικό της κόσμο ο πολύχρωμος ουρανός δε θα ήταν ποτέ επικίνδυνος.
**
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Γεωργίας Μαμά
H Γεωργία Μαμά γεννήθηκε το 1969. Έζησε τα πρώτα χρόνια της παιδικής της ηλικίας στον Πειραιά και στη συνέχεια μετακόμισε στο Χαλάνδρι όπου και εξακολουθεί να ζει με τους δύο γιους της. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στη διδασκαλία της Γαλλικής , ενώ μιλάει επίσης αγγλικά, γερμανικά και ισπανικά. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της γαλλικής και της αγγλικής αλλά ως πλήρη απασχόληση εργάζεται στη δημόσια διοίκηση. Ασχολείται με το γράψιμο από την παιδική ηλικία αλλά αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά ενώ δύο διηγήματά της διακρίθηκαν στους διαγωνισμούς που διοργανώνουν οι Παράξενες Μέρες και το eyelands και έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές, Η συλλογή του χρόνου και Ιστορίες του χειμώνα (εκδόσεις Παράξενες Μέρες).
Από τον Φεβρουάριο 2014 συμμετέχει (μαζί με 14 άλλους συγγραφείς) στο πρώτο ανοιχτό διαδικτυακό εργαστήρι συγγραφής που δημιούργησαν οι Παράξενες Μέρες με σκοπό τη έκδοση ενός συλλογικού μυθιστορήματος.
Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Χρυσόσκονη στη σκιά μου» κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες
**
Τα διηγήματα της μικρής λίστας μπορείτε να τα βρείτε στη συλλογή «Ιστορίες στα όρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες
–
Η σειρά ανάρτησης των επόμενων ιστοριών:
Μηνύματα S.O.S! – Νατάσσα Θάνου
Φαύλος κύκλος – Άννα Καρακατσάνη
Υπάρχει τρόπος – Φώτης Πάλλης