Πώς πέρασα τις απόκριες

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΣ ΓΟΥΝΑΡΗ

Με λένε Σωτήρη και είμαι 27 χρονών. Δουλεύω ως βοηθός φαρμακείου. Βέβαια, σήμερα πήρα άδεια.

«Βρε, μην το λες άδεια!», επιμένει ο Δημήτρης, «Αφού το φαρμακείο είναι των γονιών σου!»

«Νιάου» (Να’ τη πάλι αυτή γάτα. Δεν έχει σταματήσει από την ώρα που ξεκινήσαμε.)

            Ο Δημήτρης είναι ο καλύτερός μου φίλος. Αλλά ακόμη κι αυτός δεν καταλαβαίνει πως έχω ανάγκη να είμαι τυπικός. Γι’ αυτό και δεν του είπα ότι πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου και τον ρώτησα αν θα μπορούσα να λείψω και σήμερα. Στο κάτω-κάτω της γραφής σήμερα δεν είναι αργία κι επίσης, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, έφυγα για τριήμερο και το τριήμερο τελείωσε χθες.

            Τι ωραίο τριήμερο που ήταν αυτό το τετραήμερο, όμως! Από μικρός θυμάμαι να μας βάζουν στο σχολείο να γράψουμε σε μία εκθεσούλα πώς περάσαμε στην εκδρομή, πώς περάσαμε τα Χριστούγεννα, πώς περάσαμε τις Απόκριες… Ποτέ δεν ήξερα τι να γράψω. Κι ύστερα που με εξέταζαν προφορικά γινόταν ακόμη χειρότερο το πράγμα:

«Πώς πέρασες;», με ρωτούσε η δασκάλα.

«Καλά», της έλεγα εγώ.

«Δεν έγινε κάτι ιδιαίτερο αυτές τις μέρες που θα ήθελες να διηγηθείς;», επέμενε η δασκάλα.

«Όχι», απαντούσα ειλικρινά εγώ. Τα άλλα παιδιά γελούσαν. Μόνο ο Δημήτρης δεν γέλασε ποτέ.

            Δεν γινόταν να με ρωτήσει κάποιος να του πω πώς πέρασα αυτές τις απόκριες; Ολόκληρο βιβλίο θα’ γραφα, όχι μόνο μια παραγραφούλα. Κανονικά αυτό το βιβλίο θα είχε τίτλο «Η εκδρομή μου στην Αθήνα με τον Δημήτρη». Για να λέμε την αλήθεια, θα μπορούσε επίσης να έχει τίτλο «Δημήτρης και Κέλλυ», μιας και ο πραγματικός λόγος που πήγαμε στην Αθήνα είναι ο έρωτας του φίλου μου για την κοπελιά. «Κι εσύ τι θα κάνεις εκεί; Θα κρατάς φανάρι;», με ρώτησε η μάνα μου, όταν της το’πα.

«Τώρα που το θυμήθηκα. Εσύ έχεις σήμα;», ρωτάω τον Δημήτρη, «Θα περιμένει τηλέφωνο η μάνα μου».

«Όχι. Ούτε κι εγώ μπορώ να πάρω την Κέλλυ», λέει εκείνος.

«Νιάου» (Έχω την αίσθηση ότι μου’ χει κολλήσει τόσο πολύ στο μυαλό αυτό το νιαούρισμα, που θα το ακούω μέχρι να πεθάνω. Αν σταματήσει κάποια στιγμή να νιαουρίζει η γάτα, μου φαίνεται πως θα νιαουρίσω εγώ.)

            Τι να απαντούσα στη μάνα μου για το φανάρι; Της είπα την αλήθεια, ότι είχε ρωτήσει τον Δημήτρη «Και δεν θα έρθει μαζί σου ο Σωτήρης;» η Χριστίνα. Και πώς θα μπορούσα να μην πάω εγώ, αφού ρώτησε αυτό το πράγμα η Χριστίνα; Η Χριστίνα – τι ωραίο όνομα! και γράφεται όπως τ’ ακούς. Αυτόν τον τίτλο θα’ δινα στο βιβλίο μου: Χριστίνα. Για τη Χριστίνα πήγα στην Αθήνα. Για τη Χριστίνα είμαι χαρούμενος εδώ και δυο μήνες που τη γνώρισα. Για τη Χριστίνα πήρα σήμερα να παίξω και κιθάρα δίχως να ξέρω μουσική. Αυτό είναι έρωτας; Ποιον να ρωτήσω;

            Πάνω στην ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Άρα έχω σήμα. Είναι η μάνα μου αλλά δεν ακούγεται καθόλου. Άρα δεν έχω σήμα. Λογικά θα έχει ανησυχήσει γιατί έχουμε καθυστέρηση. Πριν κλείσει η γραμμή την ακούω μόνο που φωνάζει όσο πιο καθαρά μπορεί, για να ακουστεί με τις διακοπές «ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ;». Τι να της πω; Δεν έχω ιδέα. Ήμασταν και γω δεν ξέρω πόση ώρα σταματημένοι στη μέση του πουθενά. Είναι κάποια πόλη εδώ; Ρωτάω τον Δημήτρη.

«Παλαιοφάρσαλα», μου λέει.

Της στέλνω αμέσως, για να μην το ξεχάσω: «ΠΑΛΑΙΟΦΑΡΣΑΛΑ. ΗΜΑΣΤΕ». Σίγουρα σωστά το έγραψα – έτσι το έβγαλε ο κορέκτορας.

«Νιάου» (Κάθε μερικά λεπτά σταθερά φωνάζει το άτιμο. Λες και είναι εκείνο το μπιπ που ακούγεται στις ταινίες στην αντίστροφη μέτρηση πριν την έκρηξη.)

            Πιάνουμε συζήτηση για τον αγώνα της Κυριακής. Εγώ νομίζω πως ο Ατρόμητος θα μπορούσε να το γυρίσει το παιχνίδι έστω και μετά το 80΄. Ο Δημήτρης λέει ότι κανονικά ο Άρης θα έβαζε δυο γκολ ακόμα. Του λέω ότι οι φάσεις ήταν ξεκάθαρα οφσάιντ. Με κατηγορεί ότι τα λέω αυτά γιατί είμαι παοκτσής. Είμαι. Αλλά όχι φανατικός. Δεν το’ χω πει σε κανέναν αλλά έχω διαρκείας και για τις δύο ομάδες. Γιατί μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο και μ’ αρέσει να πηγαίνω στο γήπεδο με παρέα. Ο Δημήτρης, βέβαια, είναι αριανός και δεν έρχεται ποτέ μαζί μου στην Τούμπα. Στο μεταξύ σταματάμε πάλι.

«Πού είμαστε τώρα;»

«Στη Λάρισα».

«Νιάου».

            Πολύς κόσμος σηκώνεται. Έχουμε πιαστεί πια τόσες ώρες. Αρκετοί πάνε στο κυλικείο να πάρουν καφέ. Δυο κοπέλες πλησιάζουν αυτή που έχει τη γάτα και της πιάνουν κουβέντα.

«Πώς τη λένε;»

«Νάμπια»

«Τι ωραίο όνομα!», λέει η μία και αμέσως αρχίζει να φωνάζει χαϊδευτικά τη γάτα, «Νάμπιααα! Νάμπιααα!»

«Γιατί δεν τη βγάζεις λίγο από την τσάντα να ηρεμήσει;», προτείνει η άλλη.

«Φοβάμαι μην τη χάσω», εξηγεί η κοπέλα, «Είναι τυφλή η καημενούλα. Λίγο πιο κει να πάει – είναι και σε άγνωστο χώρο – δεν θα μπορεί να γυρίσει. Κι ύστερα, αν χωθεί κάπου; Αν βρει κανένα παράθυρο ανοιχτό και πηδήσει έξω; Θα πεθάνω, αν τη χάσω».

«Καημένη Νάμπια!», λέει η πρώτη κοπέλα χαϊδεύοντας την τσάντα.

«Νιάου»

«Απλά ακούγεται σαν να τα’ χει παίξει», λέει η άλλη κοπέλα.

«Συγγνώμη, παιδιά, ξέρω ότι σας έχει πάρει τα αφτιά…», λέει δυνατά η κοπέλα με τη γάτα κοιτάζοντας τώρα γύρω γύρω.

Από διάφορες κατευθύνσεις ακούγονται δυο-τρία «Δεν πειράζει». Εμένα με πειράζει αλλά δεν λέω τίποτα.

            Βαρέθηκα και νύσταξα. Αλλά επιτέλους το τρένο αρχίζει να κινείται. Όλοι επιστρέφουν στις θέσεις τους. Περνώντας από δίπλα μου μία κοπέλα λέει στο τηλέφωνο «Τώρα ξεκινήσαμε. Θα σου στείλω μόλις φτάσω». Τι ωραία ιδέα! Θα στείλω κι εγώ στη Χριστίνα. Ίσως όχι μόλις φτάσω που θα είναι αργά. Καλύτερα αύριο.

            Ο Δημήτρης με βλέπει που κλείνουν τα μάτια μου και λέει: «Μεγάλε, σ’ έχω. Θες ν’ ακουμπήσεις στον ώμο μου να κοιμηθείς λιγάκι;»

«Να’ σαι καλά, φίλε μου». Γέρνω στον ώμο του και αποκοιμιέμαι σχεδόν αμέσως.

«Νιάου»

Η Γιάννα Γούναρη γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΑΠΘ και εργάζεται ως υπάλληλος γραμματείας. Έχει μία κόρη και τρεις γάτες. Γράφει όλη της τη ζωή αλλά η πρώτη φορά που εκδόθηκε συλλογή διηγημάτων της ήταν πέρυσι με τον τίτλο «Ο έρωτας του χρόνου».  Αυτό είναι το δεύτερό της βιβλίο. Ποίημά της συμπεριλήφθηκε στην συλλογή «Μικρές επαναστάσεις», εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2018. Επίσης το διήγημά της «Λεμονιά» δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Ιστορίες της άνοιξης», Παράξενες Μέρες, 2019

Το Δεκέμβριο του 2023 κυκλοφόρησε από τις Παράξενες Μέρες η νέα συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο «Απλές πράξεις».

Φωτογραφία: Γιασεμή Παπαδογιάννη