Απλές πράξεις – προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Γιάννας Γούναρη

 

Δημοσιεύουμε σήμερα για πρώτη φορά ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Γιάννας Γούναρη, τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Απλές πράξεις

Μας φαίνεται πολλές φορές ότι τα πάντα είναι απλά – κουκιά μετρημένα. Ωστόσο ο τρόπος που μετριούνται τα πράγματα δεν είναι μία ξεκάθαρη μαθηματική διαδικασία, παρά ενέχει ένα σωρό ερωτήματα. Συνιστά η συνύπαρξη μονάδων ένα σύνολο; Είναι η αφαίρεση πάντα απώλεια; Κι αν όχι, συνεχίζει κάπου να υπάρχει ο αφαιρετέος; Είναι πραγματικά το ένα συν ένα ένας εύκολος υπολογισμός; Αποτελείται σίγουρα κάθε ζεύγος από δύο μόνο μονάδες;

Υποθέτω πως διαβάζοντας αυτό το βιβλίο θα σκεφτείτε και θα δώσετε τις δικές σας απαντήσεις. Ως οδηγία θα σας πω μόνο ότι κάποιες ιστορίες βγάζουν νόημα από μόνες τους, ενώ κάποιες βγάζουν νόημα μόνο σε συνδυασμό με άλλες. Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα στη ζωή άλλωστε.

Γιάννα Γούναρη

«Ήμουν φοιτήτρια Φιλοσοφικής, όταν γνώρισα σε μία λογοτεχνική βραδιά και ερωτεύτηκα παράφορα τον Δάνη Καρπαθιώτη. Ήταν ένα βαθύ, κοσμογονικό συναίσθημα που στηριζόταν κυρίως στο ότι εγώ ήμουν 19 χρονών και αυτός εκτυφλωτικά όμορφος. Διάβασε δυνατά ένα ποίημα – δεν είχε σημασία που ήταν ‘διασκευασμένη μετάφραση από τα γαλλικά’ – κι είχε καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, άρα ήταν ποιητής. Έφριξε ο πατέρας μου που τα έμπλεξε η μοσχοαναθρεμμένη του με έναν ορφανό καραμανλή πρόσφυγα που τον έλεγαν Ιορδάνη Αλτίνογλου, άρα είχα και τη γονεϊκή αντίρρηση να με προβιβάζει σε Ιουλιέτα. Κυρίως, όμως, ήταν η αλύγιστη ηθική του καλού μου, να μη μου δίνει τίποτα πέρα από επιστολές και περιπαθή χειροφιλήματα, που με έκανε να βρεθώ χωρίς να πολυκαταλάβω τι έκανα, να χορεύω λάθρα τον χορό του Ησαΐα. Βέβαια, το ίδιο βράδυ κατάλαβα ότι ο καλός μου δεν είχε να επιδείξει τίποτε άλλο αλύγιστο».

Μέχρι να σβήσει η φωτεινή επιγραφή που μας προέτρεπε να διατηρούμε τις ζώνες μας δεμένες και να αρχίσει η αποβίβαση των επιβατών από το αεροσκάφος, είχα ταξιδέψει νοερά στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του ’50, είχα επισκεφτεί το μικροσκοπικό χαμόσπιτο στις Συκιές, όπου η Νίνα έμεινε με τον Δάνη σχεδόν δύο μήνες, κι είχα κρυφοκοιτάξει τα προβλήματά του στην κρεβατοκάμαρα, που δεν μάθαμε ποτέ αν ήταν μόνιμα ή αν οφείλονταν σε κόμπλεξ απέναντι στην πλούσια νύφη. Τέλος είχα παρακολουθήσει τη νεαρή Νίνα μετά από δυο-τρία βίαια ξεσπάσματα του πανέμορφου συζύγου της να πέφτει κλαίγοντας μετανιωμένη στην αγκαλιά του πατέρα της κι εκείνος να προτείνει στον γαμπρό του -έναντι ενός εύκολου διαζυγίου- τις άκρες του στην Ακαδημία Αθηνών, οι οποίες και τον έβαλαν στον λογοτεχνικό χάρτη της Ελλάδας.

            Στο ξενοδοχείο, που στην πραγματικότητα ήταν ένα παλάτι του 19ου αιώνα με τους χώρους του να έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα, πήγα στο δωμάτιο της Νίνας, για να τη βοηθήσω να βγάλει τα πράγματά της απ’ τη βαλίτσα. Την ώρα που κρεμούσα τα ρούχα στην ντουλάπα, εκείνη πήρε από το σταθερό ένα τηλέφωνο και άρχισε να μιλάει σε άψογα γερμανικά. Με τα δικά μου κάθε άλλο παρά άψογα γερμανικά κατάλαβα ότι μιλούσε με δικηγορικό γραφείο, ότι ζήτησε να της στείλουν τον Έλληνα και να μην πάει στο σπίτι αλλά στο ξενοδοχείο. Αυτό το τελευταίο θεώρησε ότι έπρεπε να μου το εξηγήσει κλείνοντας το ακουστικό, οπότε είπε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου «Έχω σπίτι στη Βιέννη. Αλλά δεν ήθελα να τους ανησυχήσω και ν’ αρχίσουν να καθαρίζουν και να κλαδεύουν, οπότε είπα ότι καλύτερα θα ’ταν να ’ρθουμε σε ξενοδοχείο». Κι ύστερα πρόσθεσε «Πρέπει αύριο να φροντίσω κάτι νομικές υποθεσούλες και ζήτησα να έρθει ο Άρης ειδικά για σένα». Την κοίταξα με απορία. «Είναι εξαιρετικό παιδί. Πρέπει να τον γνωρίσεις».

Το ίδιο βράδυ, ενόσω τρώγαμε στο γκουρμέ εστιατόριο του ξενοδοχείου, η Νίνα ξανάπιασε το νήμα της αφήγησής της: «Έτσι μπουκωμένη ήμουν κι όταν γνώρισα τον Χάινριχ. Είχα έρθει στη Βιέννη για μεταπτυχιακές σπουδές αλλά ο πατέρας μου, για να μην παρασυρθώ πάλι με καμιά μοιραία γνωριμία, είχε ζητήσει από δυο-τρεις φίλους και συνεργάτες του να μου γνωρίσουν νέους απαραιτήτως της καλής κοινωνίας. Οπότε όπου στεκόμουν κι όπου βρισκόμουν έρχονταν άνθρωποι δήθεν τυχαία να μας μιλήσουν. Έτσι ήρθε κι ο Πανωχωρίτης», είπε αστειευόμενη με το «von Oberdorf».

            Μέχρι να τελειώσουμε το δείπνο των επτά πιάτων και το ρόφημα, με τη φαντασία μου είχα ακούσει τη νεαρή Νίνα και τον Χάινριχ να γελούν με τα ίδια αστεία, να αλληλοπειράζονται με ευφυολογήματα και να μιλούν με πάθος επί όλων των θεμάτων. Είχα δει τον Χάινριχ να της συστήνει με εμπιστοσύνη τον Ανρί κι ύστερα με απόλυτη ειλικρίνεια να της προτείνει ένα συμβατικό γάμο.

            «Δεν σε πείραξε καθόλου που οι δυο τους ήταν ζευγάρι;», τη ρώτησα. «Καθόλου.», επανέλαβε σαν ηχώ η Νίνα. «Ένα ζευγάρι που επιβίωσε από ελβετικό οικοτροφείο και από το καθεστώς των Ναζί, δεν μπορείς παρά να το σέβεσαι. Σκέψου ότι αυτοί ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτεροι από μένα. Έζησαν, λοιπόν, την πιο επικίνδυνη εφηβεία που θα μπορούσες να φανταστείς για δυο ομοφυλόφιλα αγόρια. Ο Ανρί Έσλιμαν ήταν Ελβετός από γνωστή οικογένεια αθλητών, κάθε γενιά κι Ολυμπιονίκης. Ο δικός μου πάλι με πατέρα κομματικό μεγαλοπαράγοντα…»  

«Εννοείς ότι ο πεθερός σου ήταν ναζί;», έκανα εγώ με φρίκη. Η Νίνα με κοίταξε ήσυχα. «Όλοι ήταν ναζί.», είπε. «Κι ο Χάινριχ ακόμα ήταν γραμμένος στη νεολαία του κόμματος. Όποιος δεν ήταν δεν έζησε να μας πει γιατί δεν γράφτηκε.», εξήγησε επιγραμματικά. «Ο Χάινριχ κι ο Ανρί, λοιπόν, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Ξανθοί και γαλανοί κι οι δυο. Νομίζω πως αυτό τους έσωσε σε πλείστες περιστάσεις, ότι πολλοί τους νόμιζαν αδέρφια και ερμήνευαν έτσι τη μεταξύ τους προσκόλληση. Θαυμάσιοι άνθρωποι κι οι δυο και ψυχαναγκαστικά διακριτικοί. Σκέψου ότι ποτέ τους δεν σχολίασαν κανέναν απ’ τους εραστές μου που μπαινόβγαιναν στο σπίτι και ότι τηρώντας όλα τα προσχήματα ούτε που αγκαλιάστηκαν ποτέ μπροστά μου. Ένα φιλί μονάχα είδα με τα μάτια μου κι αυτό ήταν το τελευταίο, στο νεκροκρέβατο του Χάινριχ».

«Κι η Ενριέττα έχει το επίθετο και των δύο», είπα περιμένοντας την πληροφορία που θα ερμήνευε τη διαπίστωσή μου. «Η Ενριέττα είναι παιδί και των δύο», είπε η Νίνα με το απλούστερο ύφος του κόσμου. «Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70, η εξωσωματική γονιμοποίηση μετρούσε ακόμη μερικές μόνο επιτυχίες παγκοσμίως – παιδιά του σωλήνα τα έλεγαν τότε. Εγώ είχα πατήσει τα σαράντα και δεν με ένοιαζε αλλά αυτοί, και οι δυο τους, λαχταρούσαν ένα παιδί. Και οι δύο έγιναν, λοιπόν, δότες σπέρματος – αδύνατο να ξέρουμε από ποιον συγκεκριμένα προέκυψε η Ενριέττα. Είχαμε πει πως, αν χρειαζόταν, θα κάναμε ιατρικές εξετάσεις αλλά δεν χρειάστηκε ποτέ. Κι έτσι μεγάλωσα ένα παιδί με δυο μπαμπάδες».

            «Σπουδαία πράξη», σχολίασα αυθόρμητα, «Είσαι σπουδαίος άνθρωπος!»

            «Οι σπουδαίες πράξεις, καλή μου», είπε εκείνη «δεν φανερώνουν τον άνθρωπο. Οι σπουδαίες πράξεις είναι προϊόν μακράς σκέψης ή ηθικών υποχρεώσεων ή συναισθηματικής πίεσης… Είναι αυτό που κάνουμε, όταν όλοι κοιτάζουν τι θα κάνουμε. Οι απλές καθημερινές πράξεις, αυτές που αποφασίζεις αβίαστα και απερίσκεπτα, είναι αυτές που δείχνουν τι άνθρωπος είσαι. Τέλος πάντων. Δυο μήνες μετά τον θάνατο του Χάινριχ μού ζήτησε ολοφάνερα καταβεβλημένος ο Ανρί να συμφωνήσω να πάρει το παιδί και το δικό του επίθετο. Σκέψου, προσφέρθηκε ο φουκαράς και να με παντρευτεί. Του είπα φυσικά πως δεν χρειαζόταν κανένας γάμος. Η Ενριέττα έτσι κι αλλιώς τον αγαπούσε και τον ήξερε ως μπαμπά. Δεν ήταν τίποτα να πάρει κι ένα δεύτερο επίθετο. Βέβαια, αργότερα παντρεύτηκε και τον εγγλέζο κόμη και τα ‘κανε τρία. Αλλά δεν την πειράζει. Είναι καλό παιδί».

            «Ήθελε, όμως, να δώσει κι αυτός το επίθετό του, ε; Να καταγραφεί εντέλει ως μέλος της οικογένειας…», αποπειράθηκα εγώ μια ερμηνεία. «Δεν ήταν από ματαιοδοξία», είπε η Νίνα, «Νομίζω είχε να κάνει με τον ελβετικό νόμο και το να μπορέσει να αφήσει την περιουσία του στην Ενριέττα δίχως ενστάσεις από τα ανίψια του. Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες. Να ρωτήσεις αύριο τον Άρη να σου πει.»

            Την επαύριο, όμως, δεν ρώτησα τον Άρη. Ούτε και την επόμενη μέρα που ήρθε. Γιατί ο Άρης ήταν το είδος του άνδρα που θα μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω και τ’ όνομά μου ακόμα. Με τη Νίνα έμεινε ελάχιστη ώρα. Ήρθε από το ξενοδοχείο δυο φορές σχολώντας από το γραφείο: τη μια μέρα του ζήτησε κάτι που ήθελε και την άλλη της έφερε κάτι για υπογραφή. Μαζί μου, ωστόσο, πέρασε ώρες ατελείωτες. Μιλήσαμε, γελάσαμε και βολτάραμε ως αργά τη νύχτα στη Βιέννη, στην οποία μάλιστα είχε δουλέψει και ως επαγγελματίας ξεναγός όσο σπούδαζε Νομική.

Δεν ήταν απλώς ότι μου άρεσε. Μου άρεσε κι ο εαυτός μου, όταν ήμουν μαζί του. Η συντροφιά της Νίνας είχε δράσει καταλυτικά πάνω μου. Μέσα σε λίγο καιρό είχα μεταμορφωθεί από ένα ασπόνδυλο πλάσμα, που γυρεύει να δώσει τις πιο αρεστές στον συνομιλητή του απαντήσεις ζητιανεύοντας αποδοχή, σε έναν άνθρωπο με θάρρος της γνώμης και με την αυτοπεποίθηση νικητή. Καληνυχτώντας με το δεύτερο βράδυ ο Άρης μού εξομολογήθηκε πως δεν περίμενε ότι η Νίνα θα του έφερνε όντως ένα εξαιρετικό κορίτσι στη Βιέννη, όπως του είχε υποσχεθεί, και με ρώτησε αν θα ήθελα να συνεχίσουμε να μιλάμε έστω διαδικτυακά.

Μπήκα στο λόμπυ μεθυσμένη από ευτυχία. Ένας υπάλληλος με πλησίασε και μου είπε ότι η κυρία Παλαιολόγου και ο συνοδός της με περίμεναν στο μπαρ. «Αχ Παναγία μου!», σκέφτηκα αυθόρμητα, «Λες να πρόλαβε όσο έλειπα να ξαναπαντρεύτηκε;». Αλλά ο συνοδός της, ένας ευπαρουσίαστος πενηντάρης, χαιρέτησε ευγενικά μόλις εμφανίστηκα και αποσύρθηκε. Η Νίνα χαμογέλασε πλατιά και με κάλεσε να κάτσω στον δερμάτινο καναπέ δίπλα της.

«Εντάξει, με τον Άρη; Γίνατε ζευγάρι;», ρώτησε γελώντας. Κατακοκκίνισα και κάτι ξεκίνησα να πω αλλά με έκοψε «Λατρεύω τα ζευγάρια. Θέλω το καλύτερο για όλα τα ζευγάρια. Ίσως γιατί ποτέ δεν ένιωσα να ανήκω σε ένα ζευγάρι κι εγώ. Θα χαρώ πολύ να μου διηγηθείς ό,τι θελήσεις εσύ να μου διηγηθείς. Αλλά πρώτα θέλω να σου τελειώσω την αφήγησή μου εγώ. Είναι κάποια πράγματα που θα ήθελα να στα πω απόψε και από αύριο να μην τα ξανασυζητήσουμε ποτέ. Καλά;» Έγνεψα καταφατικά.

«Τον Παλαιολόγο τον γνώρισα στο Σεν Μόριτς πριν από είκοσι χρόνια. Ένας ωραίος τριαντάρης που φλερτάρει με μία ηλικιωμένη δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβεις τι θέλει. Αλλά δεν με πείραξε. Με την εμπειρία του δεύτερου γάμου μου θεωρούσα ότι κάθε είδους σχέση μπορεί να πετύχει, αν είμαστε απόλυτα ειλικρινείς ως προς το τι θέλουμε. Μου άρεσε που ήταν τρυφερός και περιποιητικός, μου άρεσε που ήταν διατεθειμένος να παριστάνει τον ερωτευμένο και ήμουν κι εγώ σε αντάλλαγμα διατεθειμένη να του αγοράζω όμορφα δώρα και να χρηματοδοτώ τον ακριβό τρόπο ζωής του. Αυτός, όμως, ήθελε να παντρευτούμε. Του εξήγησα ότι οι πατεράδες της κόρης μου μ’ έχουν δέσει με ένα σωρό κωδίκελλους να μην μπορώ να ξαναπαντρευτώ δίχως προγαμιαίο συμφωνητικό αλλά επέμενε. Μιας και δεν είχα τίποτα να χάσω δεδομένου του συμφωνητικού, δέχτηκα κι εγώ. Σκέφτηκα πως ίσως να ήθελε απλώς να μην τον λένε ζιγκολό. Και το σεβάστηκα.

Στον ένα μήνα μετά τον γάμο, όμως, ήρθε κιόλας και πήγε να μου πουλήσει το παραμύθι της οικονομικής ανεξαρτησίας, ότι είχε βρει μία καταπληκτική επιχειρηματική συμφωνία κι ότι, αν μπορούσα να του δώσω τα χρήματα για να ξεκινήσει, σε λίγο πια θα ήταν πλούσιος από μόνος του. Το ποσό δεν ήταν τεράστιο. Το ψέμα ήταν, όμως. Του είπα πως θα το σκεφτώ και πήγα αμέσως και τηλεφώνησα τους δικηγόρους μου. Μια πολύ μικρή έρευνα έδειξε πως δεν υπήρχε ούτε ο υποτιθέμενος υποψήφιος συνεταίρος που την πρότεινε και φυσικά ούτε η επιχειρηματική συμφωνία. Τους είπα να βάλουν μπρος το διαζύγιο. Φέρθηκα ψυχρά, είναι αλήθεια. Αλλά στενοχωρέθηκα πολύ. Γιατί ήμουν σίγουρη πως στον γάμο αυτό θα υπήρχε μοιχεία αλλά δεν περίμενα να υπάρξει απάτη. Αντί το ποσό που μου ζήτησε, λοιπόν, του’ δωσα τα παπούτσια στο χέρι. Και τα λεφτά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα τα’ δινα κάπου που θα άξιζε.»

Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει. «Ρε, τον μπαγάσα!», σκέφτηκα, «Κοίτα που μετά από τόσα χρόνια κατάφερε πάλι και τη στενοχώρησε!». Της έσφιξα με συμπαράσταση το χέρι και είπα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα: «Πολύ θα ήθελα να του σπάσω τα μούτρα αυτού του παλιο-παλιατζή!». Η Νίνα βουρκωμένη ακόμη όπως ήταν ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Το ξέρω, καλή μου», είπε. «Το ξέρω ότι θα το ήθελες αληθινά. Γι’ αυτό αυτά τα λεφτά τα έδωσα σε σένα.» Την κοίταζα σαν χαμένη χωρίς να καταλαβαίνω.

«Αυτή ήταν η νομική μου υποθεσούλα», εξήγησε, «Σ’ έβαλα στη διαθήκη μου». «Νίνα, όχι…», ξεκίνησα να λέω αλλά εκείνη έβαλε απαλά το δάχτυλό της πάνω στα χείλη μου. «Δεν είναι τόσα πολλά, ώστε να μη χρειάζεται να δουλεύεις αλλά είναι αρκετά, ώστε να μη χρειάζεται να υπομένεις στη δουλειά σου προσβολές. Κι ύστερα… μας ξέρεις. Τα χρήματα αυτά δεν πρόκειται να λείψουν ούτε απ’ την κόρη μου ούτε απ’ την εγγονή μου.» Και πρόσθεσε συνωμοτικά «Μόνο απ’ τον Παλαιολόγο έλειψαν». Ξέσπασα σε γέλια και την αγκάλιασα. Συνεχίσαμε να γελάμε θορυβωδώς σ’όλη τη διαδρομή προς τα δωμάτιά μας λες κι ήμασταν μαθήτριες σε πενταήμερη εκδρομή.

Δυσκολεύτηκα πολύ να ξυπνήσω το επόμενο πρωί που θα φεύγαμε. Όταν πήγα στο δωμάτιο της Νίνας να τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της, εκείνη είχε ήδη κάνει τη βαλίτσα της. Είχε ξεχάσει, όμως, δίπλα στο κρεβάτι τις παντόφλες. Εκείνες που πάλιωσαν. Έσκυψα να τις μαζέψω αλλά με είδε μέσα από τον καθρέφτη την ώρα που έβαζε κραγιόν και είπε επιτακτικά «Όχι, όχι. Άσ’ τες εκεί.». Την κοίταξα απορημένη.

Έκατσε στο κρεβάτι, ξεφύσηξε σαν να δυσανασχετούσε και είπε «Με τσάκωσες. Αυτό κάνω. Όταν παλιώνουν οι παντόφλες μου, τις πηγαίνω ταξίδι και τις αφήνω κάπου όμορφα. Μη με κοροϊδέψεις. Τις φαντάζομαι σαν ένα ζευγάρι που μια ζωή δούλευε πολύ και δεν έβγαινε ποτέ έξω. Και θεωρώ ότι δικαιούνται μετά τη σύνταξη να δουν τον κόσμο»

Φυσικά και δεν την κορόιδεψα. Το βρήκα εξαιρετικά τρυφερό αυτό που έκανε. Κι έτσι, μέσα σε μια στιγμή, εκεί και τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου, στο μέτρο που τα οικονομικά μου θα το επέτρεπαν, να το κάνω στο εξής κι εγώ. Ο Άρης συχνά με πειράζει ότι τα χρόνια που δεν μέναμε στην ίδια πόλη, στην πραγματικότητα δεν πήγαινα στη Βιέννη, για να τον δω αλλά για να αλλάξω παντόφλες. Κι εγώ κάθε φορά του απαντάω «Μα και βέβαια» αλλά ταυτοχρόνως τον αγκαλιάζω.

Η Γιάννα Γούναρη γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό του ΑΠΘ και εργάζεται ως υπάλληλος γραμματείας. Έχει μία κόρη και τρεις γάτες. Γράφει όλη της τη ζωή αλλά η πρώτη φορά που εκδόθηκε συλλογή διηγημάτων της ήταν πέρυσι με τον τίτλο «Ο έρωτας του χρόνου».  Αυτό είναι το δεύτερό της βιβλίο.

Ποίημά της συμπεριλήφθηκε στην συλλογή «Μικρές επαναστάσεις», εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2018. Επίσης το διήγημά της «Λεμονιά» δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Ιστορίες της άνοιξης», Παράξενες Μέρες, 2019.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Γιάννα Γούναρη ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ strangeland ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Γρηγόρης Παπαδογιάννης ΕΞΩΦΥΛΛΟ Χρυσάνθη Τρύφων ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ Κωστής Μαλουσάρης ΣΕΙΡΑ Παράξενες Μέρες στην Ελλάδα – 47 ΕΚΤΥΠΩΣΗ preprint ISBN: 978-618-5278-86-1 ΤΙΜΗ 10 ευρώ

ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΠΙΣΤΡΟ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023